ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Jul 05 2017

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Οι λέξεις που ακολουθούν παρατίθενται με αλφαβητική σειρά:

αβανιά (η) (αβανιές, πληθ.)
ρετσινιά, κακολογία, συκοφαντική διάδοση, ψευδής κατηγορία.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Στ. – μουσ. Ευτ. Παπαγιαννοπούλου – Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτας

“…είχαν συχνά μπελάδες
γιατί μας βγάζαν αβανιές
πως στου σπιτιού μας τις γωνιές
κρύβαμε κατσιρμάδες…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. avania – αραβ. havan = ταπείνωση]

αβάντα (η)
1. Πλεονέκτημα, κέρδος, όφελος που συνήθως προέρχεται από επιλήψιμη διαδικασία, μίζα.
2. Υποστήριξη συνήθως έμμεση, μέσο, αβάντζα
3.(στο θέατρο): σύνολο γνωρισμάτων ρόλου ή παράστασης που σκοπεύουν στο να προσελκύσουν το κοινό με εξωτερικά, συνήθως φανταχτερά, μέσα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Για να ξέρεις, αλανιάρη” (1936)

Στ. – μουσ. : Γ. Καμβύσης
Ερμηνεία: Ρόζα Εσκενάζυ

“Για να ξέρεις, αλανιάρη,
σ’ έχω πάρει πια χαμπάρι.
ότι χρόνια πας γι’ αβάντα…»

[ ΕΤΥΜ. < παλιά ιταλική λέξη “avantare” ή βενετική “vantarse” = καυχιέμαι]

αβανταδόρος (ο)
ο εικονικός παίχτης, ο υποτιθέμενος αγοραστής που ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσελκύσει υποψήφια θύματα.
Ειδικότερα, ο αβανταδόρος δρα στον “παπά”: ένας στήνει τον “παπά” και οι συνεργάτες του, σαν κοινοί διαβάτες, “παίζουν” και “κερδίζουν”, ώστε να πεισθεί ο αφελής ότι μπορεί να κερδίσει και εκείνος, αν παίξει.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι Παπατζήδες” (1952)
Στίχοι – Μουσ.: Τόλης Χάρμας
Ερμηνεία: Μπίνης, Ντούο Χάρμα

“…φύλαγαν στη γωνιά οι τσιλιαδόροι
και σου τα τρώγανε οι αβανταδόροι…”

[ΕΤΥΜ. <αβάντα + -δόρος (παραγωγικό επίθημα που δηλώνει αυτόν που ασχολείται με ανάξιες λόγου ή παράνομες δραστηριότητες)]

αβέρτα (επίρρ.)
φανερά, άφοβα, χωρίς προφύλαξη, απροκάλυπτα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στην εποχή του Πάγκαλου” (1969)
Στ. – Μουσική: Γ. Μητσάκης
Ερμην.: Γ. Νταλάρας

“… κι αβέρτα τσιγαράκι…”

[ΕΤΥΜ. <βενετ. averto < λατιν. apertus “ανοιχτός” <aperio «ανοίγω»]

αγάλι (επίρρ.)
σιγά, ήρεμα.

[ΕΤΥΜ. <μεσαιων. αγάλη < αγαληνά < γαληνά]

αγάντα 
(ως παρότρυνση ή προσταγή < ρ. μετβ. Αγαντάρω)
1. κρατήσου γερά, μείνε κοντά.
2. κάνε υπομονή, κουράγιο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
Ο Θερμαστής (1934)
Στ. – Μουσ. και ερμηνεία: Μπάτης.

“…αγάντα, θερμαστάκι μου,
και ρίχνε τις φτυαριές σου…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. agguantare = αγκιστρώνομαι, κρατιέμαι γερά]

Άγιος Νείλος (ο)
περιοχή του Πειραιά, κοντά στο Χατζηκυριάκειο , όπου και η ομώνυμη εκκλησία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χατζηκυριάκειο” (1938)
Στ., μουσ : Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Ερμην. : Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

“…Από βραδύς ξεκίνησα
μ’ ένα καλό μου φίλο
για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο…”

Αθανασόπουλος Δημήτρης (ο) 
Δολοφονήθηκε στο σπίτι του, στην περιοχή Χαροκόπου, στις 7 Γενάρη 1931 από την πεθερά του Άρτεμη Κάστρου, το Δημήτρη Μοσκιό ( ξάδελφο της γυναίκας του) με τη βοήθεια της γυναίκας του Φούλας Αθανασοπούλου και της υπηρέτριας Γιαννούλας Μπέλλου.
Στη συνέχεια, προσπάθησαν να κάψουν το πτώμα, αλλά επειδή θα τους πρόδιδε ο καπνός και η μυρωδιά, το τεμάχισαν, το έβαλαν σε σακούλες και πετάχτηκε στον Ιλισό, όπου βρέθηκε τυχαία.
Έτσι αποκαλύφτηκε το “έγκλημα του αιώνα”, όπως χαρακτηρίστηκε, σε εφημερίδες της εποχής, οι οποίες γέμιζαν με ολοσέλιδες αναφορές και λεπτομέρειες για το έγκλημα αυτό.
Σύμφωνα με την απόφαση της δικαιοσύνης, πεθερά και σύζυγος καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Τελικά παρέμειναν στη φυλακή 10 χρόνια, μετά την απόφαση της κυβέρνησης Τσολάκογλου να απονείμει χάρη σε όλους τους βαρυποινίτες εκείνης της εποχής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Κακούργα πεθερά”, (1931)
Στ., μουσ: Ιακ. Μοντανάρης
Ερμην.: Αντ. Διαμαντίδης.

“…Καημένε Αθανασόπουλε, τι σού ‘μελε να πάθεις,
από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις…”

Ακρόπολη, Θεσσαλονίκη (η)
Το βορειότερο και ψηλότερο τμήμα της παλιάς πόλης της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Άνω Πόλης.
Ό,τι διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917, περιλαμβάνει τα τείχη της Ακρόπολης και το Επταπύργιο, το Γεντί Κουλέ .

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μπαχτσέ τσιφλίκι” (1946)
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης.
Ερμην : Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.

“…πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα …”

αλάνης (ο) 
[το αλάνι, ο αλανιάρης, το αλανάκι, η αλανιάρα, το αλάνικο]

1. Ο περιφερόμενος στους δρόμους, ο άστεγος.
Μεταφορικά, αυτός που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους, το αλητόπαιδο.
2. Πρόσωπο που συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με χαμηλό επίπεδο ήθους, γενικά αυτός που δεν έχει καλή συμπεριφορά ή ανατροφή.
Γενικά, πρόκειται για μια έννοια με αρνητικό σημασιολογικό φορτίο και όχι μόνο για το γενικότερο κοινωνικό περίγυρο.
Και για τους ίδιους τους δημιουργούς έχει αρνητική σημασία και μειωτική, είτε μ’ αυτήν απευθύνονται σε τρίτους είτε στον ίδιο τους τον εαυτό.
Όταν, μάλιστα, την αποδίδουν στον ίδιο τους τον εαυτό, εμφανίζονται σχεδόν αισθήματα ενοχής ή μια διάθεση απολογίας, όπως φαίνεται από τα περισσότερα τραγούδια:

Π.χ.:
“…Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω
κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανένα δεν γνωρίζω…” 

[“Αλανιάρης”. 1934, Μάρκος Βαμβακάρης]

…Κι αν είμ’ αλάνης, φουκαράς
δεν φταίω, σάς το λέω…” 

[“Μπουζούκι μου διπλόχορδο”, 1937, Μ. Βαμβακάρης]

..και γυρνάς μ’ όλα τ’ αλάνια…
…Αλανιάρα με τους μάγκες κάθε βράδυ ξενυχτάς…” 

[“Η Μαρίκα η χασικλού”, 1934, Β. Παπάζογλου]

Ή, η φωτογραφική περιγραφή στο παρακάτω:
“…Αλάνι μες την παραλία
χρόνια μες την αμαρτία.
Μπαγλαμάς και το μπουζούκι
δεν του λείπει το τσιμπούκι.

Φουμάρει όλο και μεθάει
όμορφα χωρίς να σπάει
κι αν του λάχει να μαλώσει
δεν τον νοιάζει να σκοτώσει.

Να αυτό είναι το αλάνι
του Περαία το αλάνι,
βερεσέ άμα τα πίνει
τα ξεχνάει δεν τα δίνει….”
[ Ν. Μάθεσης, Δ. Μπαρούσης (Λορέντζος) 1934]

Λιγότερο απαξιωτικά εμφανίζεται η λέξη στο παρακάτω:

“…Εγώ `μ’ αλάνης μάνας γιος, μάγκας σωστός στην τρίχα
και στον καθένα ζόρικο, αχ, κόβω με μιας το βήχα…” 

[“Αλάνης μάνας γιος”, Τούντας, 1930]

Ενώ, σε αρκετά νεότερο, η λέξη εκφράζει θετική κρίση και συμπάθεια:

“…Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα…”
[ Παπαγιαννοπούλου- Τσιτσάνης, 1951]

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. alan “ανοικτός χώρος, ξέφωτο” <αραβ. alani “δημόσιος, ανοικτός”]

αλεπού (η)
1. Ένας χαρακτηρισμός για τους μικρολωποδύτες που δρούσαν στις διάφορες αγορές, στα πάρκα, σε αίθουσες αναμονής και σε σταθμούς.
2. Μια ακόμα μεταφορική σημασία για τον κλέφτη, τον πονηρό.

Ακούγεται στο τραγούδι «Τουμπελέκι-τουμπελέκι»(1931),
με ερμηνευτή τον Α. Κωστή.

«…έναν κόμητα τοιούτο
να τον περάσει γι’ αλεπού…»

Αληθινή (η)
παραδοσιακό χωριό ανάμεσα στην Ερμούπολη και την Άνω Σύρο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Φραγκοσυριανή” (1935)
Στ., μoυσ., ερμην: Βαμβακάρης.

“…φίνα στην Αληθινή…”

αλμπάνης (ο)
αδέξιος, άπειρος στη δουλειά του, ατζαμής ( συνήθως λέγεται για τεχνίτες και γιατρούς).

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το λεξικό του μάγκα”, 1932, με τον Πέτρο Κυριακό.

“… το γιατρό τον λέω αλμπάνη…”

[ΕΤΥΜ. < από το (ν)αλμπάν(τ)ης < τουρκ., περσ. nalbant < nalbent = πεταλωτής]

Ανάπλι (το)
γνωστή, παλιά φυλακή ανατολικά της Ακροναυπλίας, στο εσωτερικό του όρμου.
Αρκετές οι αναφορές σ’ αυτήν και στα τραγούδια και στη Λογοτεχνία, όπου περιγράφονται οι ιδιαίτερα σκληρές τιμωρίες σε βάρος των κρατούμενων, όπως και η άδικη κράτηση.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αντιλαλούν οι φυλακές” (1935)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

“…αντιλαλούν οι φυλακές
Ανάπλι και Γεντί Κουλές…”

ανθίζομαι (ρ.)
αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι που υποκρύπτεται, παίρνω είδηση, πιάνω, ψυχανεμίζομαι.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο πασατέμπος” (1946)
Στ. – μουσ.:Μ. Χιώτης
Ερμηνεία: Κασιμάτης, Ρόζα.

“Τα παραμύθια σου τ΄ανθίστηκα πια τώρα…”

[ΕΤΥΜ. <από συμφυρμό των λέξεων: άνθος + μυρίζομαι].

Άννυ Όντρα (η)
Η Άννυ Όντρα (Anna Sophie Ondrakova) ήταν ηθοποιός και τραγουδίστρια, λαμπρό αστέρι του Χόλυγουντ.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Εσύ είσαι τρελοκόριτσο” (1938)
Στ. – μουσ. : Δ. Σέμσης
Ερμην. : Ρ. Αμπατζή

“Εσύ είσαι τρελοκόριτσο
ωσάν την Άννυ Όντρα…”

αντάμ, αμάν
άνθρωπέ (μου) έλεος.

Αποτελεί τον τίτλο ή είναι φράση σε αμανέδες, όπως στο

“Γαλατά αντάμ αμάν”
που ερμήνευσε ο Κ. Νούρος το 1926.

[ΕΤΥΜ. < adam ( λέξη εβραϊκή, παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη) “άνθρωπος” και aman «έλεος» <αραβ. eman]

αντάμης (ο)
παλικάρι, άντρας, θαρραλέος.

Το επίθετο “αντάμικος” (περισσότερο σε χρήση στο ουδέτερο και πάντα για άψυχα αντικείμενα)
σημαίνει “αντρίκειο” αλλά και “αυθεντικό”.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Στ. – μουσ. Ευτ. Παπαγιαννοπούλου – Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτας

“…Μες τα Βουρλά κατιρματζής
αντάμης και κοντραμπατζής
και της τουρκιάς ο τρόμος…”

[ΕΤΥΜ. <από το “adam” (το συναντάμε και ως επιφώνημα στους αμανέδες) λέξη εβραϊκή, παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη, “άνθρωπος”].

Αντελικιώτισσα (η)
η καταγόμενη από το Αντελικό ή Αιτωλικό, κωμόπολη στο νομό Αιτωλοακαρνανίας.

Ακούγεται στο τραγούδι:”Αντελικιώτισσα”, 1947
Στ., μουσ.: Ζ. Κασιμάτης
Ερμην.: Γ. Μηττάκη.

ανφάν γκατέ (το)
κυριολεκτικά, το κακομαθημένο παιδί, το χαϊδεμένο, το μαμόθρεφτο.
Κατ’ επέκταση, ο “καθώς πρέπει”, ο εκλεπτυσμένος άνθρωπος (ή και κυρία).

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Παραπονιούνται οι μάγκες μας” (1936)
Στ., μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμηνεία: Αντ. Καλυβόπουλος

“…Και όλα τα ανφάν-γκατέ μες τον τεκέ θα κάτσουν
μπουζούκι για να ακούσουνε και για να μαστουριάσουν…”

[ΕΤΥΜ. < γαλλική φράση: enfant gate].

απάχης (ο), απάχηδες (πληθ.)
1. Απάχηδες ονομάζονταν οι περιπλανώμενοι άνεργοι των μεγαλουπόλεων του Μεσοπολέμου.
2. Σήμαινε, επίσης, τον αλήτη, αλλά και τον κακοποιό.
3. Αποτελούσε και τίτλο οπερέτας της εποχής: “οι Απάχηδες των Αθηνών”.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Με σκλάβωσε η αγάπη σου” (1940)
Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
Ερμηνεία:Βαμβακάρης

“…ό,τι μου είπες το ‘κανα κι ό, τι ζητάς σου φέρνω
από απάχης που ‘μουνα, με έκανες μοντέρνο…”

[ΕΤΥΜ. <γαλλ. apache = ον. φυλής Ινδιάνων της Β. Aμερικής)].

αποτάζω (ρ.)
αποκτώ.
Ακούγεται στο τραγούδι: “Όσοι έχουνε πολλά λεφτά” (1936)
Στ. – μουσ. – εκτέλ.: Βαμβακάρης

“…εγώ ψιλή στην τσέπη μου
ποτές δεν αποτάζω
κι όλα τα ντέρτια μου περνούν,
μόνο σα μαστουριάζω…”

[ΕΤΥΜ. < αποτάσσω (και πιο σωστά) < υποτάσσω = αποκτώ.
Η έννοια της κτήσης προέρχεται από το γεγονός ότι γίνεσαι κύριος των αγαθών που έχει εκείνος, τον οποίον υπέταξες, κατέκτησες].

αραμπάς (ο)
1. Άμαξα με τέσσερις τροχούς που την έσερναν βόδια ή άλογα, κάρο.
2. Χλευαστικά, η λέξη λέγεται επίσης για χερσαίο μεταφορικό μέσο που είναι υπερβολικά αργό.

Από το τραγούδι:
“Αραμπάς περνά” (1948)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Καλφοπούλου

“…αραμπάς περνά και η βλάμισσα
που αγάπησα είναι μέσα…”

[ΕΤΥΜ. τουρκ. araba = κάρο, τροχοφόρο].

Αρετσού (η)
Παραλιακό προάστιο της Θεσσαλονίκης, στο Δήμο Καλαμαριάς.
Δημιουργήθηκε από Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, προερχόμενοι από την Αρετσού (αρχαία Αρέθουσα), παραλιακή πόλη της Προποντίδας, το όνομα της οποίας και διατήρησαν στη νέα τους πατρίδα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Θεσσαλονίκη όμορφη” (1954)
Στ.: Χρ. Κολοκοτρώνης
Μουσ.: Ανέστος Αθανασίου
Ερμην.: Πρ. Τσαουσάκης – Μ. Γρύλη.

“…Βαρδάρη, Τούμπα κι Αρετσού ,
μακριά πια δεν αντέχω…”

Άρης Βελουχιώτης (ο)
(27/8/1905, Λαμία – 16/6/1945, Μεσούντα)
Ο Θανάσης Κλάρας (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα), στέλεχος του ΚΚΕ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του. Πολέμησε στο μέτωπο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το 1940 και ως ηγέτης μετέπειτα του ΕΛΑΣ στον απελευθερωτικό πόλεμο της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ηγήθηκε με επιτυχία στις 25/11/1942 στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας στις 12/2/1945 συνέχισε τον ένοπλο αγώνα με αποτέλεσμα την απομόνωσή του και το τραγικό τέλος του στη Μεσούντα.

Ακούγεται σε 4 τραγούδια:

– – «Ένας λεβέντης έσβησε” (“Άρης Βελουχιώτης”) (1945)
Στ.: Μάθεση, Χιώτη, μουσ. : Μ. Γενίτσαρη, πρώτη ερμην.: Νταλάρας

“…Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα…”

– – «Να ναι γλυκό το βόλι” (“φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα”) (1942)
Στ. – μουσ. – ερμην. : Μπαγιαντέρα

“…και με τον Άρη αρχηγό
γλυκό να ‘ναι το βόλι…»

– – «Αρχηγό μου έχω τον Άρη» (1942)
Στ. – μουσ. -ερμην.: Μπαγιαντέρα

άρμενο (το) (άρμενα, πληθ.)
είναι η πλήρης αρματωσιά κάθε ιστιοφόρου πλοίου, τα κατάρτια, τα πανιά και γενικά όλη η εξάρτηση που χρειάζεται για να αρμενίσει το σκάφος. Κατ’ επέκταση, ως άρμενο, τελικά, νοείται το ιστιοφόρο πλοίο.

Ακούγεται και στα δημοτικά μας τραγούδια και στα λαϊκά, π.χ.,

Στο «Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο” (1929)
με τον Καραπιπέρη

“…στο κατσαρό σου τ’ άρμενο
ούτε πουλί πετάμενο…”

στους Χαΐνηδες, «Η νοτιά», (2005)

“…Σαν τα καράβια που γυρνούν
και τ’ άρμενα που φεύγουν..”

ή στην “Τρελή ροδιά” του Ελύτη

“…που τρίζει τ’άρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα…”

ασίκης (ο)
ασίκικος, -η, -ο

1. λεβέντης, άντρας που συνδυάζει σωματικά και ψυχικά χαρίσματα.
2. Ο αγαπητικός, ο εραστής.
3. Στις γλώσσες της Ανατολής σημαίνει τραγουδιστής, πλανόδιος οργανοπαίκτης, τροβαδούρος.
Τα τραγούδια των ασίκηδων ήταν μακροσκελή, περιείχαν και διηγήσεις, κομμάτια από έπη με λόγια προσαρμοσμένα στην επικαιρότητα.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι:
“Πέντε ποντικοί βαρβάτοι”
σε ερμηνεία Απ. Νικολαΐδη

“…ποιος ασίκης σαν και μένα
στο κουρμπέτι περπατεί…”

[ΕΤΥΜ. τουρκ. aşιk =εραστής < αραβ. asiq].

άσος (ο)
1. Λέγεται με μεταφορική σημασία για κάποιον που είναι άριστος, πρώτος, που διακρίνεται σε έναν τομέα.
2. Επίσης, ο αριθμός ένα ή η πλευρά του ζαριού που είναι σημαδεμένη με μία μόνο βούλα ή το χαρτί της τράπουλας που έχει μόνο ένα χαρακτηριστικό σημάδι.
3. Στη φράση: “μένω στον άσο” = “με εγκαταλείπουν όλοι και μένω μόνος”, “αποτυχαίνω”, ή “κάνω λάθος υπολογισμούς” και “μένω αδέκαρος”.
4.Ή, “άσος κρυμμένος στο μανίκι” = κρυφό πλεονέκτημα που θα χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο (1937)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

“…Μια βραδιά στο Μόντε Κάρλο
πήγα να παραυρεΘώ
μες στους άσους της ρολίνας
να τους συναγωνιστώ…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. asso, λατιν. as, assis, ρωμαϊκό νόμισμα]

ατζαμής (ο)
αμάθητος, πρωτόπειρος, πρωτόβγαλτος, πρωτάρης, κακότεχνος, ανίδεος, άπειρος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σαν ατζαμής την έπαθα” (1987)
Στίχ, μουσ.: Μ. Γενίτσαρης
Ερμην.: Μ. Γενίτσαρης, Μ. Ναλμπάντη

[ι]”…την έχασα απ’ τα χέρια μου χωρίς καμιά ελπίδα,
σαν ατζαμής την έπαθα σ’ αυτήνε την παρτίδα…”[/ι]

[ΕΤΥΜ. Προηγήθηκε η αραβική λέξη “Ajami”, που σημαίνει “Πέρσης” (άρα, και “ξένος”, “βάρβαρος” – έννοιες που απαντώνται επίσης για τους Άραβες).
Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε ως δάνειο στην τουρκική, ως “Acemi”, με την έννοια αρχικά του έφηβου, του στρατολογημένου με το παιδομάζωμα, ο οποίος εκπαιδεύεται για να καταταγεί στο σώμα των γενίτσαρων, στη φρουρά των σουλτανικών ανακτόρων.]

άφρα (η)
ο αφρός της θάλασσας, η κορυφή.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ε, ρε, και πώς γουστάρω”
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ. : Γ. Πλέσσας
Ερμην.: Γ. Ντουνιάς

[ι]”…αυτοί τρανοί κι εμείς πανί
ρε φίλε, τι να θέλω;
Να μπω στην άφρα τη χοντρή
με τ’ αψηλό καπέλο…”[/ι]

Α.Χ.Ε.Π.Α. 
Ακρωνύμιο του οποίου τα αρχικά μεταφράστηκαν ως “Αμερικανική Ελληνική Εκπαιδευτική Προοδευτική Εταιρεία”. Ιδρύθηκε το 1922.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Δεν τον θέλω τον ΑΧΕΠΑ” (1937)
Στ. :Σ. Αλέκος, μουσ.: Ν. Πλατσαίος
Ερμηνεία: Κ. Ρούκουνας – Κορίνα Σαλονικιά

[ι]”…αγαπώ ένα λεβέντη που ‘χει δαχτυλίδι μέση
δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω τον ΑΧΕΠΑ με το φέσι…”[/ι]

βάζω σάνο
έκφραση που έχει τη σημασία “βάζω ως εγγύηση”, “ως ενέχυρο”.

Ακούγεται στο τραγούδι το”Μπαρμπούτι” (1932)
Στίχ., μουσ.: Τούντας
Ερμην.: Ρούκουνας

“…το ζακέτο βάζω σάνο,
άιντε, φέρνω δυάρες και το χάνω…”

[ΕΤΥΜ. < από το ιταλ. επίθ. (στο ουδέτ. εδώ ) sano «υγιής», «ασφαλής»]

βαλαντώνω (ρ.)
στενοχωριέμαι υπερβολικά, μαραζώνω, εξαντλούμαι σωματικά.

Από το τραγούδι:
“Παραμυθάκι μου”
Στ.: Λ. Παπαδόπουλος
Μουσ.: Μ. Λοΐζος
Ερμηνεία: Γ. Καλαϊτζής

“… παραμυθάκι μου, μη βαλαντώνεις
και την καρδούλα σου μη την χαλάς…”

[ΕΤΥΜ. <βαλάντιον = πορτοφόλι, χρηματικό ποσό.
Η σημασιολογική μεταβολή οφείλεται πιθανόν στη στενοχώρια που προκαλούν οι οικονομικές δυσκολίες].

Βαλεντσιάνες (πληθ.)
Οι γυναίκες της Βαλέντσιας ή Βαλένθιας, μια από τις 17 αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας στα ανατολικά της χώρας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Βαλεντσιάνες” (1947)
Στ.: Χ. Βασιλειάδης
Μουσ.: Γ. Λαύκας
Ερμην.: Λαύκας, Χασκήλ

Βάρνα (η)
Περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκτός των τειχών, μεταξύ των δήμων Θεσσαλονίκης και Νεάπολης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μπαχτσέ τσιφλίκι” (1946)
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης.
Ερμην : Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.

“..πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα…”

βαρζί, βαρσί και βερζί (το)
το φυτό ριζάρι, από την ρίζα του οποίου προερχόταν μία κόκκινη χρωστική ουσία, με την οποία παρήγαγαν την κόκκινη βαφή χειλιών.

Ακούγεται στο τραγούδι “Αντελικιώτισσα” (1947)
Συνθ.: Ζαχ. Κασιμάτης, Τραγ.: Γεωργία Μηττάκη

“…είχε το χείλι κόκκινο
με το βαρσί βαμμένο…”

Αλλά και σε ένα δημοτικό, το “Τραγούδι του Μαγιού”:

“…έχει τ’ αχείλι κόκκινο με το βερζί βαμμένο…”

[ΕΤΥΜ. <ριζάρι]

Βεδουΐνος (ο), Βεδουΐνα (η)
οι νομαδικές φυλές των Αράβων βοσκών, οι οποίες εντοπίζονται σε όλο το μήκος των εκτάσεων που καλύπτει η έρημος από τις ακτές της Σαχάρας στον Ατλαντικό μέχρι τη Χερσόνησο του Σινά και ανατολικά την Αραβική έρημο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Βεδουΐνα” (1936)
Στ.: Σπ. Περιστέρης
Μουσ.: Γ. Καμβύσης
Ερμην.: Μ. Πολίτισσα

[ΕΤΥΜ. < αραβ. badawī, που σημαίνει γενικά αυτόν που βαδίζει στην έρημο].

βεράνι (το)
ερείπιο, ερειπωμένο σπίτι, οικόπεδο άχτιστο, το οικόπεδο που απομένει όταν ένα σπίτι έχει καεί ή πέσει.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι:

“…Η Σμύρνη κι αν εκάηκε
κι αν έγινε βεράνι…”

[ΕΤΥΜ. < αραβικής – αρχικά – προέλευσης λέξη, πέρασε και στα τουρκικά ως viran, virane]

βερεσέ (επιρρ.)
αρχικά, σημαίνει “με πίστωση”, “χωρίς άμεση πληρωμή”.
Κατ’ επέκταση, μάταια (ακούω), χωρίς να δίνω σημασία ή να παίρνω υπόψη μου κάτι.

Από το τραγούδι:
“Ο πασατέμπος” (1939)
Στ., μουσ: Χιώτης
Ερμηνεία: Εσκενάζυ, Κασιμάτης

“…αυτά που λες εγώ τ΄ακούω βερεσέ…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. Veresiye].

βέρος (ο), βέρα (η)
αληθινός, γνήσιος, πραγματικός, αυτόχθων.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στης πόλης το Μεβλά – Χανέ”
Άγνωστου δημιουργού
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…στο μαστουρλούκι το’ριξα
με βέρους δερβισάδες…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. vero < λατιν. verus]

βέρτζινος (ο), βέρτζινο (το)
1. Aγνός, αθώος, παρθένος.
2. Μπατίρης, απένταρος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το βέρτζινο μαγκάκι”
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Πλέσσας
Ερμην.: Γενίτσαρης

“…πιάσε ρε μόρτη το παλιό μπαγλαμαδάκι
για να βολτάρει και το βέρτζινο μαγκάκι…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. vergine=παρθένος, αγνός < λατιν. vergineus].

βιδάνιο (το)
1. Τα ποσοστά από τα κέρδη χαρτοπαιξίας που έχει το δικαίωμα να κρατάει η χαρτοπαιχτική λέσχη ή το καφενείο, αλλιώς γκανιότα.
2. Το υπόλειμμα πιοτού στο ποτήρι, το απόπιομα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι” (1929)
Στ. – μουσ.: Ζάππας
Ερμην.: Κατσαρός (Θεολογίτης)

“…και αντίς για να ρεφάρω
χάνω και το βιδάνιο…”

[ΕΤΥΜ. ‹ ιταλ. quatagno]

Βίλι Φριτς (ο)
Willy Fritsch (1901 – 1973), διάσημος Γερμανός ηθοποιός.
Πρώτη του συμμετοχή σε ταινία το 1921 στη “Miss Venus”, αλλά οι μεγαλύτερες επιτυχίες ήρθαν γι’ αυτόν όταν εμφανίστηκαν ως ζευγάρι μαζί με την Lilian Harvey, από το 1928 και έως το 1937

Ακούγεται στο τραγούδι: “Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί” (1935)
Στ. – μουσ. – ερμην. : Βαμβακάρης

“…κι ο Βίλι Φριτς θα σκάρωνε
αφράτους αργιλέδες…”

βλάμης (ο), βλάμισσα (η)
1. Αδελφοποιτός, σταυραδελφός, φίλος, σύντροφος.
2. Γενναίος, λεβέντης, ασίκης.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είμαι απόψε στα μεράκια” (1947)
Στ., μουσ. :Απ. Χατζηχρήστος
Ερμηνεία: Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης, Σταμούλης.

“…Χόρεψε, βλάμισσα, τρελά
το πορτοφόλι ναν΄καλά…”

[ΕΤΥΜ. <αλβ. vlam].

Βορονώφ Σεργκέϊ (ο)
Ρώσος φυσιολόγος (1866-1951), που πήρε τη γαλλική ιθαγένεια το 1897.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως διευθυντής στο χειρουργικό τμήμα του ρωσικού νοσοκομείου στη Γαλλία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Βορονώφ” (1933)
Στ., μουσ. : Σκαρβέλης
Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ.

Βουρλά (τα)
Περιοχή της Σμύρνης.

γαζέτα (η)
1. το ευτελούς αξίας χάλκινο νόμισμα, οι «πενταροδεκάρες», τα «ψιλά».
2. Επίσης, έτσι ονομαζόταν και η εφημερίδα, καθώς – αρχής γενομένης από τη Βενετία του 16ου αιώνα – οι περί τα γεγονότα φυλλάδες πωλούνταν στην τιμή της μίας γαζέτας.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Δως μου δέκα τάλαρα» (1934)
Στίχ., μουσ.: Τ. Δημητριάδης
Ερμην.: Π. Κυριακός.

«…τη γαζέτα να τους πάρω
και χασίς να την φουμάρω…» 

[ΕΤΥΜ.<Από το βενετ. Gazeta, ιταλ. Gazzetta]

Γαλατάς (ο)
περιοχή της Κωνσταντινούπολης, στη βόρεια πλευρά του Κερατίου κόλπου.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Έχε γεια, Παναγιά”.

“…Στο Γαλατά ψιλή βροχή
και στα Ταταύλα μπόρα…”

Γαλησσάς (ο)
χωριό στη δυτική πλευρά της Σύρου, 7 χιλιόμετρα από την Ερμούπολη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Φραγκοσυριανή” (1935)
Στ., μoυσ., ερμην: Βαμβακάρης.

“Γαλησσά και Ντελαγκράτσια
και ας μου’ ρθει συγκοπή…”

Γαλιγάλης Ιωάννης (ο)
Γεννήθηκε το 1879 στον Πύργο Ηλείας και υπηρέτησε ως υπομοίραρχος στη χωροφυλακή Πειραιά.
Λέγεται ότι έκανε τα στραβά μάτια για τους τεκέδες που υπήρχαν και τους θαμώνες τους, και όχι μόνο στην περιοχή του Πειραιά όπου δεν τον έπαιρνε αλλιώς, μια και ήταν ζόρικα τα πράγματα, εκεί.
Λειτουργώντας με τον παραπάνω τρόπο, στέλνοντας δηλαδή τσιράκια και σε συνεργασία με τους χώρους αυτούς, κατάφερε κάπως να ξεκαθαρίσει την περιοχή από εγκληματικά στοιχεία.
Πέθανε το 1924.

Ακούγεται στα δίστιχα:

“…Πού ’σουνα και ήλθες πάλι
ρουφιανιά του Γαλιγάλη…”

γεμάτα ζάρια (τα)
είναι τα πειραγμένα ζάρια: ή στρογγύλευαν ανεπαίσθητα ορισμένες πλευρές τους ή έριχναν στο εσωτερικό τους υδράργυρο, ώστε με το κατάλληλο πέταγμα να φέρνουν ευνοϊκές για τον εαυτό τους ζαριές οι παίκτες που μεταχειρίζονταν τα κόλπα αυτά.
Αυτό γινόταν στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, που στήνονταν στο δρόμο, πρόχειρα, πάνω σε μια κουβέρτα, π.χ., γιατί στις επίσημες δεν θα ήταν δυνατόν και ούτε θα ρίσκαραν οι ιδιοκτήτες της λέσχης οποιοδήποτε τέτοιο κόλπο.

Ακούγεται στο “Μπαρμπούτι” ή στο “Χτες το βράδυ στου Καρίπη”

«…ρίξανε γεμάτο ζάρι,
δεν τους πήραμε χαμπάρι…»

γεμενί (το)
η λέξη απαντά με δυο διαφορετικές σημασίες:
1. μαντήλι / τσεμπέρι / φακιόλι από χρωματιστό ελαφρύ ύφασμα (μεταξωτό, μερικές φορές)
γνωστό από τη δημοτική μας παράδοση: “Μαύρο γεμενί”

“…μαύρο γεμενί με λένε
κι αν με χάσεις, γύρευέ με…”

αλλά και από τη λογοτεχνία και

2. ελαφρά δερμάτινα παπούτσια ή παντόφλες όπως ακούγεται στο λαϊκό τραγούδι: “Γιορτή ζεϊμπέκηδων”

“…και χτυπάνε τα ποδάρια με τα γεμενιά…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. Yemen και Υemenli, από το χώρο κατασκευής τους που είναι η Υεμένη]

Γεντί Κουλέ (το)
η διαβόητη, ίσως η δεύτερη (μετά τ’ Ανάπλι ) χειρότερη φυλακή του ελληνικού χώρου, στη Θεσσαλονίκη, ένα κάτεργο που χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για ποινικούς κρατούμενους, αλλά και για χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και των δημοκρατικών αγώνων του ελληνικού λαού, κατά την περίοδο του Εμφύλιου.
Ένα μνημείο του οποίου ένα μέρος ακουμπά σε αρχαίο τείχος του 4ου π.Χ. αιώνα και το υπόλοιπο στο φρούριο του Επταπυργίου, κτίσμα του 12ου αιώνα.

Υμνήθηκε σε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, όπως:
“Η φωνή του αργιλέ”, του Β. Παπάζογλου με το Στ. Περπινιάδη, (1934)
“Στα κάστρα του Γεντί Κουλέ”, του Χρυσίνη με το Γ. Τζιβάνη, (1953)
“Βράδιασε μες στο Γεντί Κουλέ”, του Μητσάκη με τον Καζαντζίδη, (1946).

Αλλά και στη λογοτεχνία περνώντας και το βίωμα της σκληρής διαβίωσης των κρατουμένων, αλλά και το αίσθημα της άδικης ή υπερβολικής τιμωρίας.

γιαβάς – γιαβάς (επίρρ.)
σιγά – σιγά.

Από το τραγούδι:
“Ο καϊξής” (1948)
Στ., μουσ.: Απ. Χατζηχρήστος
Ερμηνεία: Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης, Στ. Χατζηδάκης

[i]”…γκελ, γκελ, καϊξή
γιαβάς, γιαβάς…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. yavas = αργά]

γιαβάσης (ο) (γιαβάσηδες, πληθ.)
1.Ήρεμος, ψύχραιμος, αυτός που αποφεύγει τους καυγάδες.
2. Σιγανός, ήπιος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ντερβίσαινα” (1934)
Στ., μουσ.: β. Παπάζογλου
Ερμηνεία: Αγγέλα Παπάζογλου

“…Μ΄αρέσουν οι ντερβίσηδες γιατί ‘ναι μερακλήδες
είναι πολύ γιαβάσηδες και λίγο μπελαλήδες…”

[ΕΤΥΜ. < yavaslik = βραδύτητα].

γιαβουκλού(ς) (ο), γιαβουκλού (η) 
αγαπητικός, αγαπητικιά, ερωτευμένος, ερωτευμένη.

Ακούγεται στα τραγούδια:

” Το Κουτσαβάκι ” (1933)
Ζ. Κασιμάτης

“…αφού θέλεις να τα παρατήσω
κάθε μαύρο και πιοτό
όλα φως μου θα τα λησμονήσω
γιαβουκλού σου σαν γινώ…”

“Ο νέος μάγκας” (1932)
Στ., μουσ.: Σκαρβέλης
Ερμηνεία: Κασιμάτης

“…Βρε μάγκα αυτή σου πρέπει να ‘χεις γιαβουκλού,
που είναι αλανιάρα, τσαχπίνα χασικλού…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Yavuklu].

γιαβρούμ (επιφών.)
παιδί μου, μωρό μου (ως προσφώνηση).

Ακούγεται σε αρκετά τραγούδια, π.χ.

“…αμάν γιαβρούμ,
αμάν κουζούμ…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. yavrum].

Γιαγιάδες (οι)
Οι αδελφοί Ιωάννης, Κίμων και Κων/νος Γιαγιάς, γαιοκτήμονες και τοπάρχες Σαμιώτες, αφού αγωνίστηκαν για την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα, αργότερα οργάνωσαν κίνημα για την αυτονομία του νησιού τους και για απόσχιση από το Ελληνικό Κράτος.
Φυγόδικοι κατέφυγαν στην Τουρκία, από όπου έκαναν δυο κινήματα κατά της Σάμου, συνελήφθησαν το 1927 και εξοντώθηκαν από την κεντρική εξουσία.

Ακούγονται στο τραγούδι:
“Οι Γιαγιάδες” (1934)
Στ. – μουσ., ερμ.: Ρούκουνας

“…κείνο το βράδυ σκότωσαν το Γιώργο απ΄τους Γιαγιάδες
αλλά κι απ΄τ’ αποσπάσματα κλάψαν πολλές μανάδες…”

γιαγκίνι, γιανγκίνι (το)
1. Πυρκαγιά.
2. μεγάλο πάθος, έρωτας.

Ακούγεται σε αρκετά τραγούδια:
π.χ., στο “Ηρωίνη και μαυράκι”, 1936,
στίχ. και μουσ.: Σ. Γαβαλάς, ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“… Θα γινότανε γιαγκίνι
με μαυράκι κι ηρωίνη…”

ή στο “Φέρτε πρέζα να πρεζάρω ( ή Ερηνάκι )” , 1934
στ., μουσ.: Τούντας, ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“…καραγιαγκίνι μες’ στην καρδιά
έχω και τυραννιέμαι…”

σε παραδοσιακά δίστιχα όπως:
i]”…Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. yangın]

γιακάδες (οι)
οι «ανάποδες», οι καρπαζιές, οι «ξανάστροφες»

Ακούγεται στο τραγούδι «Ο τσακατσούκας» του Γ. Καμβύση (1931)
Ερμην.: Π. Κυριακός

«…ρε θε νάχουμε καβγάδες
θα σ’ αρχίσω στους γιακάδες…”

[ΕΤΥΜ. <από το τουρκικό yaka]

Γιάννηδες (οι)
Συνθηματική ονομασία των λωποδυτών.
Ο «Γιάννης» αποκόμιζε συνήθως τη μερίδα του λέοντος από το κλαπέν ποσό, ο συνεργός του («αβανταδόρος») ένα αρκετό ποσό και ο μικρός βοηθός-μαθητούδι («ποντίκι») ελάχιστο ποσό.

Ακούγεται στο τραγούδι «Τουμπελέκι-τουμπελέκι» (1931)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Α. Κωστή

«Αχ, η ζωή των Γιάννηδων
μες στην απελπισία” 

γιαραμπί (επιφών.)
Ο Γιαραμπής είναι ο θεός των Μουσουλμάνων, ο Αλλάχ

Ακούγεται σε μερικά τραγούδια της ανώνυμης δημιουργίας του λαϊκού μας τραγουδιού.

[ΕΤΥΜ. < αραβ. ya rabbi = θεέ μου < εβρ. rabbi = ραββίνος, δάσκαλος]

γιατάκι (το)
1. Το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος.
2. Κατάλυμα, λημέρι, κρυψώνα, ορμητήριο, άντρο.

Από το τραγούδι:
“Μέχρι τα χαράματα¨(1963)
Στ. – μουσ: Τσιτσάνης
Εκτέλεση: Καζαντζίδης

«…στο έρημο γιατάκι μου
βρεγμένο από το δάκρυ μου
ας γείρει να πλαγιάσει…»

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. yatak].

γιλντίζ (το)
Κυριολεκτικά, σημαίνει “αστέρι”.
“Γιλντίζ”(τουρκ. Yıldız Sarayı) ονομαζόταν επίσης συγκρότημα κτηρίων και κήπων, άλλοτε κατοικία σουλτάνων Οθωμανών, που βρίσκεται στην Πόλη).

Ακούγεται στο τραγούδι: “Γιλντίζ ” (1947)
Στ.: Βασιλειάδης
Μουσ.: Καλφόπουλος
Ερμην.: Καλφοπούλου, Σταμούλης

“…κι είν’ όνειρο θαρρείς ,
αλλού δε θα τα βρεις,
τα τόσα κάλλη του Γιλντίζ…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. Yıldız = αστέρι]

γινάτι, (και ιινάτι) (το)
το πείσμα, η επιμονή.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Η γάτα” (1937)
Στ.: Στ. Περπινιάδης
Μουσ.: Ν. Μάθεσης
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

“…τηνε διώχνω με γινάτι
και την άλλη μέρα νάτη…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Inat].

γιορντάνι (το)
περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μπλόκος”
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης

[i]”…έφτασαν τα καραβάνια
με σπαθιά και με γιορντάνια…”[i]

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. gerdan = λαιμός και gerdenbend = περιδέραιο].

Γιουρούκοι (οι)(Yόrόkler)
Μια από τις φυλές των νομάδων
[ίσως μια ονομασία η οποία χρησιμοποιούνταν για να καλύψει τους νομαδικούς τουρκμενικούς πληθυσμούς που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία
(παράγεται από το παλαιοτουρκικό ρήμα -yori- = περπατώ, βαδίζω σε πορεία)
και απαντάται σε 47 φωνηεντικές παραλλαγές)]
που εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία μόνιμα, ασχολούμενοι σε μεγάλο βαθμό με την κτηνοτροφία.
Εξισλαμίστηκαν, αλλά μόνο επιφανειακά, διατηρώντας τη θρησκοληψία, τις δεισιδαιμονίες και τα ανιμιστικά στοιχεία της προηγούμενης θρησκείας τους.

γιούργια (η) (άκλ.)
1. Έφοδος, επίθεση.
2. Προτρεπτικό και ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια.
3. Εμπρός.

Ακούγεται στο τραγούδι: ” Ο κουμπούρας απ’ τη Βάθη”, 1920
Παραδοσιακό, στο όνομα του Σπ. Στάμου.
Ερμην.: Μ. Παπαγκίκα.

“…κι απ’ το πολύ μεθύσι
πέφτει γιούργια να τσιμπήσει…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. yόrό (: γιουρούσι), ως στρατιωτική διαταγή = προχώρα,
και yuruyus = περπάτημα, πεζοπορία].

γιούσερ (το)
είδος μαύρου κοραλλιού, φυτού που αναπτύσσεται στο βάθος της θάλασσας, με το οποίο κατασκευάζονται είδη διακόσμησης.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ψαροπούλα” (1947)
Στ., μουσ.: Μπαγιαντέρας
Ερμηνεία: Περπινιάδης, Γεωργακοπούλου

“…γιούσερ κι όμορφα κοράλια…”

Γκάϊντα (ο)
Ιταλός δημοσιογράφος, υπηρετούσε τη φασιστική προπαγάνδα διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα, ανάλογα με το τι συνέφερε την Ιταλία κατά πρώτον και τις δυνάμεις του Άξονα, έπειτα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Άκου Ντούτσε μου τα νέα”(1940)
Στίχ.: Χ. Βασιλειάδης, μουσ,.: Π. Τούντας, ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“…Ο Μπενίτο χρώμα αλλάζει και τον Γκάιντα του φωνάζει,
βάλε μπρος τη μηχανή σου και την όμορφη φωνή σου..”/i]

Γκαρπολά και Γκαρμπολά (η)
Φυλακές που λειτουργούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα (1853) και βρίσκονταν στην οδό Σαρρή, στου Ψυρρή.
Έγκλειστοι σ’ αυτή τη φυλακή υπήρξαν αρκετοί πολιτικοί: άλλοτε αντιπολιτευόμενοι του Όθωνα και άλλοτε κατηγορούμενοι για τα Σκιαδικά. O Τρικούπης επίσης κρατήθηκε λόγω του άρθρου του “Τις πταίει” όπως και ο Βασίλειος Ζαχάρωφ.
Πιθανότατα ενσωματώθηκαν από το 1887 και μετά στην Παλιά Στρατώνα.

Ακούγεται στο τραγούδι «Ο κατάδικος» (1934),
Στίχ., μουσ.: Σ. Γαβαλά
ερμην.: Ρούκουνας

«…Δώδεκα χρόνια έκανα Κόκλα, Παλιά Στρατώνα
στο Μεντρεσέ και Κάρκουλα άλλα πέντ’ έξι χρόνια…»

(όπου «Κάρκουλα» αποτελεί παραφθορά του «Γκαρμπολά»)

[ΕΤΥΜ. < από το όνομα του Κων/νου Γκαρμπολά (εκδότη, βιβλιοδέτη και βιβλιοπώλη) η οικία του οποίου μετατράπηκε στη φυλακή αυτή]

γκεζί (το)
η παρέα, η συντροφιά, η πιάτσα, το σινάφι.
Οι φράσεις «κάνω γκεζί» ή «πιάνω γκεζί» έχουν τη σημασία «κάνω παρέα, συντροφιά». Και «μπαίνω στο γκεζί» σημαίνει «μπαίνω στο επάγγελμα».
Λέξη (το «γκεζί») γνωστή και από τον Τσιφόρο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μάγκα μου, περαστικά σου”, 1953
στ., μουσ.: Στ. Χρυσίνης
ερμην.: Καζαντζίδης, Ρ. Στάμου

“…χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί
δεν πήξαν τα μυαλά σου….”

[ΕΤΥΜ. <τούρκ. gezi = εκδρομή, περιήγηση].

γκελ (επιφών.)
έλα.

Από το τραγούδι:
“Ο καϊξής” (1948)
Στ., μουσ.: Απ. Χατζηχρήστος
Ερμηνεία: Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης, Στ. Χατζηδάκης

“… γκελ, γκελ, καϊξή…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Gel].

γκιαούρ Ισμίρ (η)
Σμύρνη προδότρα, άπιστη, σύμφωνα με τους Τούρκους.
Οι Έλληνες, πάντως, καμάρωναν για το χαρακτηρισμό αυτό.

Ακούγεται στον αμανέ “Γκιαούρ Ισμίρ”

“…γκιαούρ Ισμίρ, πώς με ξελόγιασες
πώς στάθηκες προδότρα…”

[και γκιαούρης = άπιστος.
Οι Τούρκοι χαρακτήριζαν έτσι όσους δεν αλλαξοπίστησαν.
Η λέξη, γι’ αυτούς, σημαίνει “προδότης”.]

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. gavur].

γκιζερίζω, γκεζερίζω και γκεζεράω (ρ.)
τριγυρνώ, περπατώ και παρακολουθώ.

Ακούγεται στον αμανέ “Πρέπει να σκέφτεται κανείς”

“…τα καταράκτια του ντουνιά
τα’ χω γκεζερισμένα…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκ. gezinti = βόλτα].

γκιουζέλ
ωραίος, πανέμορφος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τζεμιλέ” (1939)
Στ., μουσ.: Χιώτης
Ερμηνεία: Άλ. Παγώνης

“μα τον Αλλάχ, Τζεμιλέ μου,
είσαι γκιουζέλ, είσαι κουκλί…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκ. G&#252;zel = όμορφος]

Γκιουλέκας (Γκιολέκας) (ο)
Αυτός που παριστάνει τον νταή, το σκληρό, τον παλληκαρά.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είμαι άντρας” (1952)
Στ. – μουσ. Σακελλάριος – Χατζηδάκις
Ερμηνεία: Αυλωνίτης

“…το Γκιουλέκα, τώρα,
μη μου παρασταίνεις…”

[ΕΤΥΜ. < Από το όνομα του Ζεϊνέλ Γκιολέκα, Αλβανού οπλαρχηγού, ο οποίος, με αφορμή πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Σουλτάνου, ξεκίνησε επανάσταση μαζί με άλλους συμπατριώτες του εναντίον του. Από προδοσία όμως ηττήθηκε, βρήκε καταφύγιο στην Ελλάδα, αμνηστεύτηκε αργότερα και τελικά σκοτώθηκε σε εκστρατεία στο Μαυροβούνιο, το 1852.]

γκλάβα (η)
το κεφάλι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Πέντε μάγκες” (1936)
Στ., μουσ.: Γ. Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς)
Ερμην.: Αντ. Καλυβόπουλος

“…Δύο τάλιρα τον δίνεις
τρία θα πληρώσουμε
αν η γκλάβα θα γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε…”.

[ΕΤΥΜ. < σλαβ. glava].

γκραν (επίρρ.)
πολυτελής, αυτός που αρμόζει σε επίσημες περιστάσεις.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είσαι της νύχτας η γυναίκα”
Στ., μουσ.: Γερ. Κλουβάτου

“…ντυμένη γκραν μες στα βελούδα…”

[ΕΤΥΜ. < γαλ. Grand = μεγάλος, σπουδαίος].

Γούβα του Βάβουλα (η)
Παλιά λαϊκή συνοικία του Πειραιά, εκτεινόταν ανάμεσα στις λεωφόρους Δημοσθένους Ομηρίδου Σκυλίτση και Ηρώων Πολυτεχνείου και στις οδούς Ελ. Βενιζέλου και Πραξιτέλους.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στου Βάβουλα τη γούβα” (1937)

“…μες στου Βάβουλα τη γούβα
τα ‘μπλεξα με μια μικρούλα…”

[ΕΤΥΜ. <Από παραφθορά του ονόματος του οικιστή της περιοχής αυτής, Δημ. Βαβούλα, χιώτικης καταγωγής, έπαυλη του οποίου υπήρχε στην περιοχή αυτή μέχρι το 1980]

Γρίβας Θεόδωρος (ο)
(1797-1862), πολέμησε κατά την Επανάσταση του 1821 ως Χιλίαρχος στην αρχή στη Δυτική Ελλάδα, φθάνοντας και στον τίτλο του Στρατηγού, τίτλο που έφερε μέχρι το θάνατό του.
Ανυπότακτος και ασυγκράτητος συμμετείχε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, υπέρ του Συνταγματικού Πολιτεύματος και εναντίον του Όθωνα. Η δράση του στην εξέγερση της Βόνιτσας στις 4 Οκτώβρη 1862, έφερε τελικά την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα και ενώ ήταν έτοιμος να βαδίσει κατά της Αθήνας, να πολεμήσει και να διώξει τους Βαυαρούς και τους εναπομείναντες αυλικούς και να εγκαταστήσει δική του Κυβέρνηση τον φαρμάκωσαν.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς” , ανώνυμου δημιουργού.
Ερμην.: Γ. Παπασιδέρης, 1936.
Το τραγούδι αυτό αφηγείται τη σύγκρουση με τον Όθωνα , τη διαταγή του τελευταίου να αφοπλιστεί και την περιφρόνηση του Γρίβα στη διαταγή αυτή.

“…Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
μας ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμέvος.
Μας ήρθε ο Φράγκος βασιλιάς, μας ήρθε Βαυαρέζος.
Παίρνει και γράφει διαταγές σ’ όλα τα βιλαέτια,
γράφει και μια ξεχωριστή του Θοδωράκη Γρίβα.
– Γρίβα μ’, σε θέλει ο βασιλιάς,
– Τι να με θέλει ο κερατάς,
Τι να με θέλει ο Φράγκος;
Εάν με θέλει για καλό,
να πάω με τ’ άλογό μου,
κι αν με θέλει για κακό,
να πάρω τ’ άρματά μου…”

Γυαλί Καφενές (ο)
Καταγώγιο γνωστό της εποχής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η Κούλα” (1929)
Στ. – μουσ. : Κ. Μισαηλίδης
Ερμην.: Νταλγκάς

“…Μες στο Γυαλί τον Καφενέ, που γίναμε χαρμάνι,
την Κούλα πρωτογνώρισα και μου ‘στειλε φιρμάνι…”

δαχτυλήθρες (οι)
παιχνίδι, στο οποίο έπρεπε να ποντάρεις και να βρεις σε ποια από τις τρεις (συνήθως) δαχτυλήθρες, που είχε μπροστά του ο “παπατζής”, μπορεί να βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβύθι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Παπατζής” (1934)
Στ., μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“… έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα συ μου ξηγιόσουν τρίχες…”

Δεμερτζής Κων/νος (ο)
(1876 – 1936). Πολιτικός, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, καθηγητής της Νομικής, συνέβαλε στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911. Μετά το θάνατο του Κονδύλη έγινε πρωθυπουργός το 1935, ιδιότητα όμως που διατήρησε πολύ λίγο, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του στις 13/4/1936.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Μάρκος υπουργός” (1935)
Στ. – μουσ. – ερμην. : Βαμβακάρης

“…την πούλεψε κι ο Δεμερτζής
που θα ‘ φερνε το τέλος…”

δερβέναγας (ο)
άνθρωπος με τυραννική συμπεριφορά που ασκεί αυθαίρετη και απόλυτη εξουσία, σατράπης. Κατά λέξη, ο αρχηγός των ένοπλων που φρουρούσαν τις διαβάσεις των βουνών.

Ακούγεται σε μερικά δημοτικοφανή τραγούδια της ανώνυμης περιόδου.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. derbent (στενό πέρασμα, φαράγγι, χαράδρα) και agasi (αγάς): “ο αγάς του δερβενίου”].

δερβίσης (και ντερβίσης) (ο),
δερβίσαινα (και ντερβίσαινα) (η)

1. Ο λεβέντης, ο περήφανος, η περήφανη
2. Ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες.
3. Ο χρήστης χασίς, όπου “ντερβίσης”ή “δερβίσης”=χασισοπότης

Από το τραγούδι:
“Ντερβίσαινα” (1934)
Στ., μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμηνεία: Αγγέλα Παπάζογλου

“όπου σταθώ κι όπου βρεθώ
ντερβίσαινα με λένε…”

και δερβισόμαγκας (ο)
ο λεβέντης, ο μάγκας.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. derviş = φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό]

δεφτέρι (το)
το τετράδιο για λογαριασμούς ή σημειώσεις, το αρχείο δημόσιας αρχής, το κιτάπι, το κατάστιχο, το βιβλιαράκι, το σημειωματάριο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Η διπρόσωπη” (1972)
Στ., Ευτ. Παπαγιαννοπόυλου,
μουσ. και ερμην.: Αντ. Ρεπάνης

“…σβήσε με, κυρά μου,
απ’ τα δεφτέρια σου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. tefter, defter < αραβ. Diftar.
Κατά μίαν άποψη από το αρχαιοελληνικό διφθέρα = δέρμα, περγαμηνή].

δραγουμάνος (ο)
O διερμηνέας, ο μεταφραστής: άτομο συνήθως μη τουρκικής καταγωγής που υπηρετούσε στην αυλή του Σουλτάνου.

Από το τραγούδι:
“Ο Τσάμικος”
Στ.: Γκάτσος
Μουσ.: Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Μ. Μητσιάς

“…κριτής κι αφέντης ειν’ ο Θεός
και δραγουμάνος του ο Λαός…”

[ΕΤΥΜ. < βενετ. dragomano < αραβ. tarjuman= διερμηνέας].

Δραπετσώνα (η)
Δήμος της Αττικής, στη Νομαρχία Πειραιά, απέναντι από τη νησίδα Ψυττάλεια.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν εκεί πολλοί πρόσφυγες σε ξύλινες παράγκες, οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι και το 1968, οπότε αντικαταστάθηκαν από τις προσφυγικές πολυκατοικίες.

Ακούγεται σε αρκετά λαϊκά τραγούδια, π.χ.:
“Κάτω κει στη Δραπετσώνα” (1940)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

«Δραπετσώνα» (1960)
Στ,: Λειβαδίτης, μουσ.: Θεοδωράκης
Ερμην.: Μπιθικώτσης

«…στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…»

[ΕΤΥΜ. < πιθανόν από τη ρεματιά Ντράπε Τσώνα που έδωσαν στην περιοχή αρβανιτόφωνοι ναυτικοί της Σαλαμίνας (αρβαν. Drape = ρέμα + Τσώνης : επώνυμο ντόπιου κτηματία].

“έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε”
Η φράση λέγεται για τον καταφερτζή, τον επιτήδειο, αυτόν που έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει σε όλα τα δύσκολα, να επιτύχει τα ανέφικτα.

Ακούγεται στο τραγούδι “Ο Υμνούμενος” (1929)
Στιχ., μουσ., ερμην.: Π. Κυριακός

“… και Τσιριγώτης «έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε…»

εϊ γκιουλέ ολσούν
Φράση που σημαίνει «σε καλό να βγει».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Σεράχ” (1951)
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Μ. Νίνου

“κι όλες λεν Αλλάχ, Αλλάχ,
έι, γκιουλέ, ολσούν…”

ειρκτή (η)
1. Η φυλακή, κάθε τόπος καταδίκης ή ακούσιας κράτησης.
2. Κάθε χώρος στον οποίο καταλήγει κανείς χωρίς να μπορεί να ξεφύγει.
3. Επίσης, κάθε ποινή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας για χρονικό διάστημα 5 έως 20 ετών, η κάθειρξη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο καϋμός της φυλακής”, (1933)
Στ.: Κ. Μακρής
Μουσ.: Γ. Καμβύσης
Ερμην.: Γ. Καμβύσης

“…μα οι ένορκοι με δίκασαν ειρκτή
χρονάκια δέκα…”

[ΕΤΥΜ. < είργω = περικλείω, φράζω].

εσμέρ σεκερίμ
φράση που σημαίνει «μελαχρινή (μου) γλύκα»

Ακούγεται στο τραγούδι: “Καραμπιμπερίμ” (1952)
Στίχ., μουσ.: Παπαϊωάννου
Ερμην.: Στ. Χασκίλ, Αθ. Ευγενικός. Γ. Ταμπάκης

Εφηβείον Αβέρωφ (το)
Ειδική φυλακή-σχολή για εφήβους κρατουμένους που εγκαινιάστηκε το 1896 και βρισκόταν στη Λ. Αλεξάνδρας, στο σημείο όπου στεγάζεται σήμερα ο Άρειος Πάγος.
Οι νεαροί κρατούμενοι παρακολουθούσαν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και μάθαιναν παράλληλα κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα.
Από το 1916 και μετά, μέρος του Εφηβείου μετατρέπεται σε φυλακή πολιτικών και στρατιωτικών κρατουμένων, οπότε αρχίζει να εγκαταλείπεται ο τίτλος αυτός και να ονομάζονται Φυλακές Αβέρωφ. Από το 1945 και μετά οι φυλακές «φιλοξενούν» αποκλειστικά πολιτικούς κρατουμένους. Οι φυλακές θα λειτουργήσουν έως το 1971 και θα κατεδαφιστούν το 1972.

Ακούγεται στο τραγούδι «Να ‘χα μάνα να με δει» (1931)
Στίχ.:Γιαννουκάκη, μουσ.: Καμβύση
Ερμην.: Κυριακός

“…ξηγήθηκα σπαθί σε όλο μου τον βίο
εις του Αβέρωφ έκανα το Εφηβείο…”

έχω κρεμάσει την κάπα μου.
Φράση που σημαίνει «έχω αποφασίσει ότι δεν το έχω σε τίποτα να ξαναγυρίσω οποτεδήποτε πίσω στη φυλακή».

Ακούγεται στα τραγούδια:
«Με πιάνουνε ζαλάδες» Α. Κωστής

«…την κάπα μου την κρέμασα, ρε σπλάχνο, στη στρατώνα
και όποιος πει για σένανε θα τόνε φάει το χώμα…»

και «Ο Νίκος ο τρελάκιας» (1936)
Στίχ.: Ν. Μάθεσης, μουσ. και ερμην.: Α. Δελιάς

«Την κάπα του την κρέμασε εδώ και λίγα χρόνια
γι’ αυτό και τόνε βγάλανε Τρελάκια τα κορόιδα».

ζαπιές (και ζαπτιές) (ο) 
ο χωροφύλακας ή ο αστυνομικός του παλιού τουρκικού κράτους.

Ακούγεται σε τραγούδι της ανώνυμης δημιουργίας:

“…Κανταρτζή – Γιάννης γυρίζει μες στο Φργκομαχαλά
οι ζαπτιέδες τόνε βλέπαν, τρέμουνε, δεν του μιλάν…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. zaptiye].

ζαράρι (το)
η εσκεμμένη ζημιά, το κακό, η χασούρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:”Το φλυτζάνι του Γιάννη” (1934)
Στίχ., μουσ.: Χρυσαφάκης
Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

“…Γιάννη, άλλαξε τα ζάρια,
να μην έχομε ζαράρια…”

[ΕΤΥΜ. < Zarar (και hasar) = ζημιά, βλάβη, πλήγμα, στραπάτσο, χουνέρι, απώλεια, χάσιμο, χασούρα].

ζαργάνα (η)
1. Μεταφορικά, η λεπτή, λυγερή και ευκίνητη γυναίκα
2. Κυριολεκτικά, είδος ψαριού με στενό και μακρύ ρύγχος, με μήκος 40-80 εκατοστά και νόστιμο κρέας.

[ΕΤΥΜ. < μεσαιων. ζαργάνη < πιθανόν, αρχ. σαργάνη].

ζοριλίκι (το)
Νταηλίκι, μαγκιά, τσαμπουκάς, εκδήλωση αποφασιστικότητας.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Πρέπει να ξέρεις μηχανή” (1934)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…να ‘ σαι κουρνάζος κι έξυπνος
κι όλο με ζοριλίκι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Zorluk].

Ζορμπάς (ο)
Γενναίο παλλικάρι (που έρχεται σε σύγκρουση με τα αφεντικά, παίρνει τα όπλα του και ανεβαίνει στα βουνά), περήφανος, ανυπότακτος, ανεξάρτητος, εκδικητής, αντάρτης.
Ομάδες Τούρκων που συγκρούονταν με την εξουσία, για να αποφύγουν την καταδίωξη, έπαιρναν τα βουνά και ονομάζονταν Ζορμπάδες. Οι Ζορμπάδες ήταν ο πονοκέφαλος της τουρκικής εξουσίας, παράγοντας αταξίας και ανησυχίας.
[Ζορμπαλίκι oνομαζόταν ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής, κάτι σαν λαϊκό αντάρτικο. Μάλιστα στη συνείδηση των Τούρκων ταυτίζονταν με τους κλέφτες.]

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Zorba: 1. τύραννος, δεσπότης, καταπιεστής, δυνάστης, σατράπης
2. τραμπούκος.
3. βίαιος, δεσποτικός, καταπιεστικός, σατραπικός].

ζούλα (η)
1. Στα κρυφά, σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης των άλλων.
2. Καταφύγιο, κρυψώνας.

Ακούγεται στα τραγούδια:
“…Πέντε μάγκες στον Περαία
ζούλα κάνανε παρέα…”

“…Τη ζούλα μου ανακάλυψαν
και δεν θα μαστουριάσω…”

[ΕΤΥΜ. <ζουλώ]

ικιτέλι (το)
ο δίχορδος ταμπουράς.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αλανιάρα μερακλού” (1930)
Συνθ.: Μιχαηλίδης
Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

“…και χορεύω τσιφτετέλι,
αχ, αμάν, αμάν, ικιτέλι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. iki ( = δύο) + tel (= σύρμα, χορδή)]

Ιτζεδίν (το)
φρούριο που χτίστηκε το 1872 στο Καλάμι, στον κόλπο της Σούδας, του Νομού Χανίων, από το διοικητή της Κρήτης Ρεούφ Πασά.
Επί Κρητικής Πολιτείας, το 1902, μετατρέπεται σε εγκληματική φυλακή.
Εκτός από ποινικούς, «φιλοξένησε» διαχρονικά και πολιτικούς κρατουμένους, έως το 1964. Η φυλακή λειτούργησε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε και έκλεισε.

Ακούγεται στο τραγούδι «Να ‘χα μάνα να με δει» (1931)
Στίχ.: Γιαννουκάκη, μουσ.: Καμβύση
Ερμην.: Κυριακός.

“….μα για να πάρω και ανώτερο βιβλίο
έχω σπουδάσει στα κελιά του Ιτζεδίν…”

καβουρμάς (ο)
1. Το τσιγαρισμένο κρέας που φτιάχνεται με κρεμμύδι και βούτυρο.
2. Κρέας που έχει καβουρντιστεί και φυλάσσεται σε λίπος, μέχρι να χρησιμοποιηθεί.
3. Σε μερικές περιπτώσεις καβουρμάς λέγεται και το ξεροψημένο, τραγανό, κουλούρι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Καλαμαριά”
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.Γρ. Σουρμαΐδης.
Ερμην.: Ρ. Κουμιώτη.

“…Φωτιές πετάει ο γκασμάς
και στήνει μαχαλάδες,
μυρίζει πάλι ο καβουρμάς
να ζήσετε, κυράδες…”

[ ΕΤΥΜ. < τουρκ. kavurma, ρήμα: kavurmak ( kavurdum, στον αόρ. < καβουρδίζω)]

καζαντίζω (ρ.), καζάντι (το), καζάντια (τα) 
προκόβω, βγάζω λεφτά, κερδίζω, κάνω περιουσία.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Και ο μήνας έχει εννιά” (1958)
Στ.: Γ. Τζαβέλας, μουσ.:Μ. Σουγιούλ
Ερμην.: Μ. Νίνου

“…μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε
τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Kazandim, αορ. του ρ. kazanmak].

καλέ (η)
η γκόμενα, η φιλενάδα, η ερωμένη.

Ακούγεται στο τραγούδι «Η χασικλού» (1930)
Στιχ., μουσ.: Τούντας
Ερμην/: Ρόζα Εσκενάυ

«Θα’ σαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θα ‘μαι καλέ σου
και θα σ΄ ανάβω μάγκα μου εγώ τον αργιλέ σου».

κασέλι (το)
το φορητό κιβώτιο που χρησιμοποιούν οι λούστροι για τη μεταφορά των εργαλείων τους.

Ακούγεται στο τραγούδι:”Ο Μάρκος ο πολυτεχνίτης” (1937)
Στ., μουσ.: Περιστέρης
Ερμηνεία: Βαμβακάρης, Καρύβαλη

“…Το βράδυ το κασέλι μου το τσάκωνα στα χέρια…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. cassa, cassela]

καλάμι (το)
Το μαρκούτσι που χρησιμοποιούσαν σε αυτοσχέδιους ναργιλέδες.

καλαμπαλίκι (το)
ο θόρυβος που προκαλείται από συγκεντρωμένο πλήθος, η οχλαγωγία, η χάβρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μικρός αρραβωνιάστηκα” (1937)
Στ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

“…στο γάμο, μάγκα, να΄σουνα, να δεις καλαμπαλίκι
σα να΄ μουνα υπόδικος και περιμένω δίκη…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Kalabalik= πλήθος].

καλάρω (ρ.)
1. (για αλιευτικά σκάφη): ρίχνω το σάκο, το ειδικό δηλαδή δίχτυ της τράτας στη θάλασσα, για ψάρεμα.
“Καλάδα” λέγεται το μέρος που σύρεται – τραβιέται το δίχτυ.
2. Η φράση “καλάρω νερά” έχει τη σημασία “μπάζω νερά”

Από το τραγούδι:
“Ψαροπούλα” (1946)
Στ., μουσ.: Παπαϊωάννου
Ερμηνεία:Στ. Περπινιάδης, Οδ. Μοσχονάς

“…όλοι καλάρουνε
μα δεν βγάζουν ψάρια…”

[ΕΤΥΜ. Αντιδάν. <λατιν. calare < αρχ. χαλώ
(στην κυριολεξία, “αφήνω να πέσει”, πρβλ. Κατά Λουκ. ε’ 1-11: «επί δε τω ρήματί σου χαλάσω τα δίκτυα», όπου “χαλάω τα δίκτυα”=”ρίχνω τα δίχτυα”]

καλντερίμι (το)
1. Λιθόστρωτος δρόμος, συνήθως στενός, με ακανόνιστες στο σχήμα και τη μορφή πέτρες ή πλάκες.
2. Μεταφορικά, η προσπάθεια της πόρνης να εξασφαλίσει πελάτη στο δρόμο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Κόκκινα φανάρια”
Στ.: Α. Γαλανός
Μουσ.: Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Πόλυ Πάνου

“…Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν,
να που δεν ξέρουν τι ‘ναι πόνος και καημός…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaldιrιm].

καλούμπα (η)
ο σπάγγος του χαρταετού, που είναι τυλιγμένος σε ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, αλλά και ως προτροπή σε κάποιον (που πετάει αετό), αλλά και για να παρακινήσουμε κάποιον να συνεχίσει κάτι που άρχισε.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στην Αμφιάλη” (1983)
Στ.: Ν. Γκάτσος
Μουσ.: Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Μπίνης, Τσίγγος, Ματζόπουλος, Μαραγκόπουλος

“…Άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα,
αμολήσανε καλούμπα…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. ή βεν. caloma, caluma = επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού < υστ λατ. calauma < chalagma]

κάμα (και καμίτσα) (η)
δίκοπο μαχαίρι, αιχμηρό.

Ακούγεται στο αδέσποτο ρεμπέτικο τραγούδι “Το κουτσαβάκι” (1906)
σε ερμηνεία του Γ. Ψαμαθιανού

“…Αν είσαι κουτσαβάκι,
πού΄ναι η καμίτσα σου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kama]

καναβούρι, καναβουριά
το χασίσι.

Ακούγεται στο τραγούδι:
Στίχ, μουσ.: Ροβερτάκης
Ερμην.: Νικολαΐδης

“…βάλτε μου δυο καναβουριές
να κάνουν καναβούρια…”

καντίνι (το)
Η φράση «στο καντίνι» σημαίνει «άψογα», «στην τρίχα».
Έκφραση που προήλθε από το καντίνι του μπουζουκιού, την πιο υψίφωνη δηλαδή χορδή του, που συνήθως κουρδίζεται πρώτη από τις άλλες.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Απόψε κάνεις μπαμ” (1952)
Στ. -μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Νίνου.

“…κουρντίστηκες κυρά μου
στην πένα, στο καντίνι…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. cantinι].

κάνω ντου
έκφραση που σημαίνει:
1. εισβάλλω σε κλειστό χώρο
2. αιφνιδιάζω με την παρουσία μου
3. ορμάω.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Θα κάνω ντου, βρε πονηρή” (1954)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Μπίνης, Νίνου

“…θα κάνω ντου, βρε πονηρή,
στα στέκια που αράζεις…”

κάνω την κυρία
έκφραση που σημαίνει «προσποιούμαι τον ανήξερο».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι Λαχανάδες” (1934)
στ., μουσσ.: Παπάζογλου
ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

“…κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
που κάναν την κυρία…”

κάπελας (ο)
ο ταβερνιάρης.

Ακούγεται σε αρκετά τραγούδια, όπως στο “Κάπελα καταραμένε” (1959)
Στιχ, μουσ. : Μαρίνος Γαβριήλ (Μαρινάκης)
Ερμην.: Παγιουμτζής

“…κάπελα καταραμένε, μη νερώνεις το καλό
γιατί με το νερωμένο δε ζαλίζω το μυαλό…”

[ΕΤΥΜ. < αρχ. κάπηλος, αρχική σημασία: “μικρέμπορος”, “οινοπώλης”, από όπου και το “καπηλειό”.
Αργότερα πήρε τη σημασία του αδίστακτου εκμεταλλευτή κ.λ.π.]

Καπετανάκης Ιωάννης (ο) 
Oνομαστός για τη σκληρότητά του διευθυντής των φυλακών της Παλαιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι, επί της εποχής του Βενιζέλου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη”
(από αδέσποτους στίχους της δημοτικής μας παράδοσης και της ρεμπέτικης στιχουργίας)

Μια από τις γνωστότερες εκτελέσεις του τραγουδιού δισκογραφήθηκε στο όνομα των : Π. Μιχαλόπουλου – Λ. Μπουρνέλλη και σε ερμην.: Π. Μιχαλόπουλου.

Καραβάς (ο)
Τοπωνύμιο που απαντά σε πολλές περιοχές.
Ο Χρυσίνης το αναφέρει για τον ομώνυμο παραδοσιακό οικισμό στα Κύθηρα,
στο τραγούδι: “Στον ποταμό τα ρούχα μου” (1937)
Στ., μουσ: Χρυσίνης
Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.

“…Στον Ποταμό τα ρούχα μου
στη Χώρα τ’ άρματά μου
και στον ωραίο Καραβά
η αγαπητικιά μου…”

καρακόλι (το)
ο χωροφύλακας, το αστυνομικό τμήμα

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Στ., μουσ.:Ευτ. Παπαγιαννοπούλου – Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτας

“…Είχε σκοτώσει τζαντερμά
όταν περνούσε κατσιρμά
μπροστά απ’ το καρακόλι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. karakolι < βεν. caraguol].

καραμπιπερίμ
το μαύρο πιπέρι.

Ακούγεται στο ομώνυμο τραγούδι του Γ. Παπαϊωάννου,
“Καραμπιμπερίμ” (1952)
στίχ., μουσ.: Παπαϊωάννου
ερμην.: Στ. Χασκήλ – Θ. Ευγενικός – Γ. Ταμπάκης

Kαραμπουρνάκι (ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο) (το)
ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, όπου βρισκόταν η αρχαία Θέρμη του 7ου π.Χ. αιώνα και το βυζαντινό λιμάνι Κελλάριον, αργότερα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μπαξέ τσιφλίκι” (1946)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.

“…Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι…”

καράρι (το)
η κανονική ποσότητα, η σωστή δόση και αναλογία, το ταιριαστό, το πρέπον, το κανονικό.
Όταν πρόκειται για ρούχα, η έννοια είναι «το ταιριαστό νούμερο».

Ακούγεται στο παραδοσιακό Σμύρνης “Τι σε μέλλει εσένανε” ή “Το σαλβάρι”
Με ερμηνεύτρια το Ρόζα Εσκενάζυ

“…Τι σε μέλλει εσένανε το σαλβάρι μου
για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. karar=απόφαση]

Καρδάρας Στέλιος (ο)
Πατριώτης, συνελήφθη στον Αϊ-Γιάννη το Ρέντη από τους γερμανοτσολιάδες και σκοτώθηκε στον Άγιο Διονύση, στον Πειραιά, το ’43, σε ηλικία 19 χρονών. Τον έκλαψε όλη η Κοκκινιά.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στέλιος Καρδάρας” (1944)
Στ. – μουσ.: Μ. Γενίτσαρης

“…άδικα τον σκοτώσανε σαν να ‘ τανε κατάρα
το πιο καλύτερο παιδί, το Στέλιο τον Καρδάρα…”

Κάρμεν (η)
Κινηματογραφική ταινία του 1938, σε μουσική του Ισπανού συνθέτη Μostozo που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στην οποία πρωταγωνιστούσε η τραγουδίστρια Ιμπέριο Αρζεντίνα, στο ρόλο της “Κάρμεν”.
Διεθνές σουξέ της Ιμπέριο Αρζεντίνα έγινε το τραγούδι «Αντώνιο Βάργκας Χερέδια» από αυτή την ταινία.
Ένα χρόνο μετά, το ΄39, γράφτηκε το τραγούδι “Ο Αντώνης ο βαρκάρης” επηρεασμένο από την επιτυχία αυτή.
Ο Mostozo ζητούσε πνευματικά δικαιώματα και έτρεχε τους συντελεστές του τραγουδιού αυτού στα δικαστήρια, αλλά την υπόθεση δεν την κέρδισε, τελικά.
Μάλιστα, οι Περιστέρης και Μάτσας πρωτοτύπησαν στην εκδοχή του Antonio, με το τραγούδι “Η Κάρμεν στην Αθήνα”, έτσι που να μη μπορεί να τους πει τίποτε κανένας Ισπανός, μια και η Κάρμεν – σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή – έρχεται στην Αθήνα για να πάρει την κληρονομιά του νεκρού ταυρομάχου Antonio, αλλά …συναντά μπροστά της ολοζώντανο τον Αντώνη το βαρκάρη, ο οποίος της ομολογεί πως έκανε το ψευτοθύμα…

Ακούγεται στα τραγούδια: “Ο Αντώνης ο βαρκάρης”, 1939
Στ., μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

και “Η Κάρμεν στην Αθήνα”, 1939
Στ., μουσ: Περιστέρης
Ερμην.: Βαμβακάρης, Παγιουμτζής.

Κάρντιφ (το)
Πρωτεύουσα της Ουαλίας και η μεγαλύτερη πόλη της.
Βρίσκεται στα νότια της χώρας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Θερμαστής”, 1934
Στ., μουσ., ερμην: Γ. Μπάτης.

“…Κάργα ρασκέτα ωχ! και λοστό
τον Μπέη να περάσω
και μες στου Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πα ν’ αράξω…”

Καρούζο Ενρίκο (ο)
Διάσημος Ιταλός τενόρος, (1873-1921).

Ακούγεται στο τραγούδι “Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια” (1936)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Μ. Βαμβακάρης

ως προσφώνηση του Ρούκουνα στο Μάρκο:
“…γεια σου, Μάρκο μου, Καρούζο…”

καρτούτσο (το)
δοχείο κρασιού που χωράει ποσότητα ίση με το 1/4 του κιλού.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μονά ζυγά τα χάνουμε”(1973)
Στ.: Γ. Καλαμαριώτη
Μουσ.: Γ. Μητσάκη
Ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη

“…Σ’ ένα στενό στην Κοκκινιά
στενάζει η φτωχογειτονιά
καρτούτσο ξεροσφύρι…”

[ΕΤΥΜ. < πιθανόν από το ιταλ. quartuccio < λατιν. quartum = τέταρτο].

καρφωτής, καρφωτήδες (πληθ.)
οι προδότες, οι ρουφιάνοι.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Επιάσανε το Μπάτη» (1936)
Στ, μουσ. : Ροβερτάκη
Ερμην.: Κάβουρας

“…με φιλντισένιο μπαγλαμά με λάμες και με ζάρια
θα πω στους καρφωτήδες μου σαν θα βγω, τι χαμπάρια..”

κασαβέτι (το)
η λύπη, η στενοχώρια.

Ακούγεται στο τραγούδι «Σαν πουλί πετώ» (1983)
Στ., μουσ.: Αχιλ. Μαντζίρης
Ερμην.: Ανφάν Γκατέ Ρεμπέτες

“… κι έτσι φεύγουνε τα ντέρτια
κι όλα τα κασαβέτια…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. λ. kasavet = θλίψη]

κασαδόρος (ο)
ο διαρρήκτης χρηματοκιβωτίου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Νικοκλάκιας” (1933)
Στ: Β. Παπάζογλου
Μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμην.: Αγ. Ιακωβίδης

«….λένε πως ο Νικοκλάκιας
πριν να γίνει κοχλαράκιας
ήτανε κι αυτός μαγγιόρος
τουφατζής και κασαδόρος…»

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. cassa].

κασκαρίκα (και χασκαρίκα) (η)
το χουνέρι, το πάθημα, η γελοιοποίηση, το καψόνι, το κόλπο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Εκατό τοις εκατό” (1950)
Στίχ.: Ν. Ρούτσου, μουσικ.: Ι.Τατασόπουλου
Ερμην.: Περπινιάδης – Χασκίλ.

[«…Κι αν αλλού ζητήσεις γλύκες
και μου κάνεις κασκαρίκες…»

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaskariko <ιταλ. cascare=πέφτω < λατιν. casus =πτώση]

κασμάς (και γκασμάς) (ο) 
εργαλείο για σκάψιμο σε σκληρό έδαφος, με ξύλινο στέλεχος και σιδερένια κεφαλή, η ο οποία έχει μια τρύπα στη μέση, όπου μπαίνει το στέλεχος, και της οποίας το ένα άκρο είναι αιχμηρό και το άλλο πλατύ.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Καλαμαριά”
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Γρ. Σουρμαΐδης.
Ερμην.: Ρ. Κουμιώτη.

“…Φωτιές πετάει ο γκασμάς
και στήνει μαχαλάδες…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kazma].

κασόμπρα (η)
η τιποτένια, η άσχημη, η χαμηλής νοημοσύνης, η κακοντυμένη και με κακούς τρόπους γυναίκα.

Ακούγεται στο τραγούδι: ” Τουμπελέκι -τουμπελέκι” (1931).
Στ., μουσ. και ερμην. : Κ. Μπέζος

“…Βρε, ποια κυρία, ποια κουρέλω,
βρε ποια κασόμπρα του συρμού…”

Καστιγκάρι (το)
το διαβόητο «Καστλ Γκάρντεν» (Castle Garden – – εξελληνισμένο και με παραφθορά), κτηριακό συγκρότημα στο Έλις Άϊλαντ, νησάκι στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης.
Εκεί ήταν το σημείο υποδοχής και ταυτόχρονα λοιμοκαθαρτήριο για τους μετανάστες μας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι”, 1927

καταπινάρι (το)
ο φάρυγγας, μέσω του οποίου η τροφή κατεβαίνει στο στομάχι.
Κατ’ επέκταση, το λαρύγγι, οι φωνητικές ικανότητες ενός ανθρώπου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ντερμπεντέρισσα” (1935)
Στ.: Μ. Τσάμα – μουσ.: Μ. Θεοδώρου
Ερμην.: Γ. Μηττάκη

“…Γεια σου, Γεωργία, να χαρώ το καταπινάρι σου…”

[ΕΤΥΜ. < από το ρ. καταπίνω < καταπιόνας < καταπινάρι]

κατσαμάκια (τα)
τα καμώματα, τα νάζια, οι υπεκφυγές, οι προφάσεις.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η Κούλα” (1929)
Στ. – μουσ. : Κ. Μισαηλίδης
Ερμην.: Νταλγκάς.

“…Άχου ρε Κούλα, χασικλού, άσε τα κατσαμάκια
τρέξε κοντά μου γρήγορα και δωσ’ μου δυο φιλάκια…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκ.: kacamak = υπεκφυγή, νάζι]

κατσάρι (το), (κατσάρια, πληθ.) 
τα παλιά παπούτσια που χρησιμοποιούνταν αντί για παντόφλες, οι πλαστικές σαγιονάρες.
Αλλά, και τα παπούτσια τα κομμένα με το σουγιά για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες (σύμφωνα με τον Πικρό)

Ακούγεται στο τραγούδι: “Καλαμαριά”
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Γρ. Σουρμαΐδης
Ερμην:Ρ. Κουμιώτη

“…στο χιόνι λάσπη και βροχή
το τρύπιο μας κατσάρι…”

[ΕΤΥΜ. < ίσως από το “κατσός” = ζαρωμένος, επειδή ήταν ζαρωμένα, μισοχαλασμένα]

κατσιβέλα (η)
η γύφτισσα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Κατσιβέλα” (1948)
Στίχ., μουσ.: Γ. Μητσάκης
ερμην.: Σ. Μπέλλου – Στ. Περπινιάδης

“…όμορφή μου κατσιβέλα
στο τσαντήρι σου μην πας…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. cattivelo=σκλάβος, δυστυχής]

κατσιρμάς (ο)
1. Το λαθρεμπόριο.
2. Τα καπνά που τα μετέφεραν λαθραία, τότε που υπήρχε κρατικό μονοπώλιο στον καπνό.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Στ. – μουσ.: Ευτ. Παπαγιαννοπούλου – Γ. Στεφανάκη
Ερμην.: Μιχ. Ζαμπέτας

“…είχε σκοτώσει τσαντιρμά
όταν περνούσε κατσιρμά
μπροστά από καρακόλι…”

[ΕΤΥΜ. < από την τουρκική λέξη kahirma=λαθρεμπόριο]

καψούρης (ο), καψούρα (η)
ο ερωτευμένος με πάθος και συνήθως χωρίς ανταπόκριση, ο παθιασμένος με κάτι.

κελεπτσές (ο)
οι χειροπέδες.

Ακούγεται σε παλιό αδέσποτο της φυλακής, με θέμα το δεσμοφύλακα Καπετανάκη ή σε παραλλαγή του τραγουδιού “Δεν ξανακάνω φυλακή”

«…Τα χέρια μου στον κελεπτσέ
κι ο νους μου στην αγάπη
άτιμε Καπετανάκη…»

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kelepce].

κεμέρι (το)
η ζώνη, η πόρπη, αλλά και το κομπόδεμα, το πορτοφόλι, τα αποταμιευμένα χρήματα.
Μια λέξη που μνημονεύεται από τον Κολοκοτρώνη, όπως επίσης και από τον Καρκαβίτσα.

Ακούγεται στα τραγούδια: “Κεμάλ” (1960)
Στίχ. Ν. Γκάτσος, μουσ.: Χατζιδάκις, ερμην.: Αλ. Καγιαλόγλου

” …Στης Ανατολής τα μέρη
μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι,
μουχλιασμένο το νερό…”

Και στο «Ήμουνα μόρτης μια φορά» (1928)
του Δ. Ζάττα, με ερμηνευτή το Γ. Ιωαννίδη

“…Αν τύχει δε καμιά φορά
και δίνω το κεμέρι
θα τρέξουν όλες για παρά,
λουτρό και στον μπαρμπέρη…”

[<τουρκ. kemer <kamar στα αραβικά]

κεμετζές (ο)
η ποντιακή λύρα.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Kemence < περσ. keman “δοξάρι”].

Κένταυροι (οι)
Ήταν το όνομα της 131ης μεραρχίας αρμάτων του Ιταλικού στρατού, που ήταν ενισχυμένη σε πεζικό με τάγματα Αλβανών και Μελανοχιτώνων και είχε την υποστήριξη από βαρύ πυροβολικό και αεροπορικές δυνάμεις. Παρά την υπεροχή πυρός που είχαν οι Ιταλοί Κένταυροι όμως, γνώρισαν την ήττα από τους Έλληνες στις μάχες που έγιναν στο Καλπάκι, τις πρώτες μέρες της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία. Στο Καλπάκι πρωτακούστηκε και η περίφημη πολεμική ιαχή “αέρα” των Ελλήνων φαντάρων.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τους Κενταύρους δε φοβάμαι” (1940)
Στ.: Δ. Αρμπατζόγλου
Μουσ. και ερμηνεία: Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)

“…αγκαλιά μ’ αυτή κοιμάμαι
τους Κενταύρους δε φοβάμαι…”

Κεπούρα Ζαν (ο)
Διάσημος βαθύφωνος της Σκάλας Mιλάνου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί” (1935)
Στ., μουσ και ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…κι ο Ζαν Κεπούρα στη γωνιά
θα παίζει το μπουζούκι…”

κερχανάς (ο)
το μπορντέλο (σε νεότερα κείμενα)
Σε παλιότερα κείμενα, όμως, το συναντάμε με την έννοια “εργαστήρι”, “φάμπρικα”.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Ευτ. Παπαγιαννοπούλου – Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτας

“…Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
ο κερχανάς να κλείσει…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kerhane < περσ, k&#226;rhane. (K&#226;r, περσ. = το έργο, το κέρδος, hane = κτήριο)]

κεσάτι (το) (κεσάτια, πληθ.)
η αναδουλειά, η πτώση της εμπορικής κίνησης και δραστηριότητας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το λεξικό του μάγκα” (1932)
με ερμηνευτή τον Π. Κυριακό

“… κεσάτια, μωρέ βλάμη…

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Kesat]

κιμπάρης (ο) 
άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, ντόμπρος και αξιοπρεπής. Επίσης, αυτός που είναι ντυμένος με ρούχα ακριβά, κομψά και διακριτικά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μάγκας ξεχωρίζει από το πρόσωπο”
Στίχ., μουσ.: Στ. Κιουπρούλης
Ερμην.: Μαριώ

“… μάγκας θα πει κιμπάρης
μάγκας θα πει σωστός…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kibar].

Κιόρογλου (ο)
1. Όνομα του Καππαδόκη ήρωα της μεγαλύτερης τουρκικής εποποιΐας “Κιόρογλου Ντεστανή” και σημαίνει “ο γιος του τυφλού”.
2. Σε ένα δεύτερο επίπεδο “ο γιος του άπιστου”, του κιαφίρ, του γκιαούρη, δηλαδή του άπιστου χριστιανού που παντρεύτηκε μια μουσουλμάνα (κάτι ανάλογο με το Διγενή Ακρίτα, Καππαδόκη ήρωα της δικής μας εποποιΐας, γιο ενός μουσουλμάνου που παντρεύτηκε μια χριστιανή).

Ο Κιόρογλου ήταν ένας λαϊκός ληστής, ένας επαναστάτης που σε όλη του τη ζωή πάλεψε ενάντια στους Οθωμανούς τοπάρχες, στο Σουλτάνο και στις αυθαιρεσίες τους. Το ίδιο όμως και ο Διγενής Ακρίτας: σύμμαχος με όσους στήριξαν τη φιλολαϊκή πολιτική των Ισαύρων, υπέρ της απελευθέρωσης των δουλοπάροικων, υπέρ του αντι-φεουδαρχικού συστήματος του Βυζαντίου κ.λ.π. Και οι δυο τους φέρουν με περηφάνια τα προσωνύμια της διπλής θρησκευτικής καταγωγής τους… Φαίνεται μάλλον πως και οι δυο τους είναι ένας και ο αυτός ήρωας και πως ο Κιόρογλου είναι μετεξέλιξη του Διγενή. Το τραγούδι του Κιόρογλου χορεύεται κιόλας, στην Τουρκία έχει “δημιουργηθεί” και χορός με αυτό το όνομα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το σαλβάρι του Κιόρογλου” (1932)
Στ., μουσ.: Στ. Παντελίδης
Ερμηνεία: Μαρίκα Πολίτισσα

“…Παίξτε μου, για να χορέψω, παίξτε βρε βιολιά
αμάν, παίξτε τα βιολιά
Κιόρογλου για να χορέψω παίξτε βρε παιδιά
παίξτε τα, παιδιά…”

κισμέτ (το)
η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία.

Ακούγεται στο τραγούδι: ” Ήταν κισμέτ” (1948)
Στ., μουσ.: Καλφόπουλος
Ερμην.: Χασκίλ – Περπινιάδης.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kιsmet < αραβ. qismah = μερίδιο, μοίρα].

κιτάπια (τα), (κιτάπι, ενικ.)
1. Τα κατάστιχα
2. Τα εμπορικά ή λογιστικά βιβλία
3. (Ενίοτε, ειρωνικά) οι σημειώσεις, τα χαρτιά.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Στ. – μουσ. Ευτ. Παπαγιαννοπούλου – Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτα

“…μα σβήστηκε ο Παναής
απ’ τα κιτάπια της ζωής
ας έχει σχώριο η ψυχή του…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ.kitap].

κλαπαδόρα (η)
1. Λαϊκό χάλκινο πνευστό όργανο, είδος κορνέτας.
2. Κλαπαδόρας λέγεται και ο μαέστρος.
Ηχομιμητική λέξη.

Ακούγεται στο τραγούδι “Ο Υμνούμενος” (1929)
Με τον Π. Κυριακό.

“… Κερκυραίος κλαπαδόρας…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. λ.]

κλωστηρού (η)
η εργάτρια σε εργοστάσιο κατασκευής νημάτων, σε νηματουργείο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Κλωστηρού” (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

“…μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου,
αχ, μαυρομάτα μου, τσαχπίνα κλωστηρού μου…”

[ΕΤΥΜ. < ρήμα “κλώθω”].

κογιονάρω (ρ.)
κοροϊδεύω, εμπαίζω, ειρωνεύομαι.

Ακούγεται στο παραδοσιακό “Πίνω και μεθώ” που ηχογραφήθηκε το 1934, στο όνομα του Περιστέρη, με ερμηνευτή το Ζ. Κασιμάτη

“…με τουμπάρανε, οφ αμάν
και με κογιονάρανε…”

[ΕΤΥΜ. < βενετ. cogionar].

κοζάρω (ρ.)
1. Κοιτάζω κάποιον ή κάτι, βλέπω, διακρίνω, μπανίζω.
2. Το προσεκτικό κοίταγμα (κυρίως στη φράση “κάνω κόζι ή παίρνω κόζι” = παρακολουθώ, παίρνω μάτι, μπανίζω).
3. Στη χαρτοπαιξία, το ισχυρό φύλλο που νικάει τα υπόλοιπα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είσαι φάντης” (1936)
Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
Ερμηνεία: Αμπατζή

“…Ε, ρε κι εγώ πού διάλεξα εσένα τον μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. koz].

Κόζιακας (ο)
Ο Θωμάς Πάλλας (1917-1949), από τους πρωτεργάτες και από τα σημαντικότερα στελέχη της Εθνικής Αντίστασης στη Θεσσαλία, αλλά και πανελλαδικά.
Εκτελέστηκε το 1949, στην πιο άγρια φάση του Εμφυλίου πολέμου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Κόζιακας”
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης

“…κατέβηκε κι ο Κόζιακας, ψηλά από το βουνό
παρέλαση να κάνει με το Ευζωνικό…”

Κοκκινιά (η)
Συνοικία του Δήμου Πειραιά, με ένα τμήμα της, την παλιά Κοκκινιά να ανήκει στο Δήμο Πειραιά και τη Νέα στο Δήμο Νίκαιας.
Είναι βέβαια η Κοκκινιά, η συνοικία της Προσφυγιάς και της Αντίστασης, που τραγουδήθηκε και ενέπνευσε ποιητές, στιχουργούς και συνθέτες.

Γνωστή από πολλά τραγούδια, όπως:
“Το κουκλί της Κοκκινιάς”, του Τούντα,
“Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά”, του Τσιτσάνη,
“Στέλιος Καρδάρας”, Γενίτσαρη,
“Πέτρα, πέτρα”, Καλδάρα – Πυθαγόρα.

[ΕΤΥΜ. < Το όνομά της από το αργιλώδες, κόκκινο χρώμα του εδάφους της].

Κόκλα (η)
Φυλακές που βρίσκονταν πίσω από τη δυτική πλευρά του – επί της οδού Πειραιώς 68 – ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα.
Το 1887 ενσωματώθηκαν στις ιδρυθείσες τότε Φυλακές του Παλιού Στρατώνα.

Ακούγεται στο τραγούδι «Ο κατάδικος» (1934)
Στίχ., μουσ.: Σ. Γαβαλάς
ερμην.: Ρούκουνας

«…Δώδεκα χρόνια έκανα Κόκλα, Παλιά Στρατώνα…»

κολαουζέρης (ο)
ο επιτηρητής, ο καθοδηγητής των δυτών.

Από παραδοσιακό τραγούδι
Ερμηνεύει ο Περδικόπουλος

“…μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια
γιατί βουτώ στη θάλασσα σαράντα πέντε χρόνια…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Kilavuz].

κολντεμίρι (το)
η αμπάρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τουρκολιμανιώτισσα” (1935)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Αμπατζή

“…στην πόρτα σου, μανίτσα μου, μη βάζεις κολντεμίρι
κι άφησε απέξω το κλειδί…”

[ΕΤΥΜ. < από το τουρκ. kol = βραχίονας κ.λ.π. και το ντεμίρι, σίδερο].

κολτσίνα (ή κοντσίνα ή κολιτσίνα) (η) 
Από τα πιο απλά και «αθώα» παιγνίδια της τράπουλας, βασιλιάς των ανά την επικράτεια καφενείων! Το παιγνίδι είναι μάλλον Ρώσικης προέλευσης. Παίζεται με όλα τα φύλλα της τράπουλας, συμμετέχουν δυο ή τέσσερις παίχτες και στην πιο απλή μορφή του οι πόντοι που προσπαθεί να συγκεντρώσει κάθε παίχτης είναι πέντε. Δυο παίρνει όποιος έχει πάνω από είκοσι έξι φύλλα, ένα πόντο όποιος έχει τα περισσότερα σπαθιά, ένα πόντο όποιος έχει το δύο σπαθί και ένα πόντο o κάτοχος του δέκα καρώ.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι” (1929)
Στ. – μουσ.: Ζάππας
Ερμην.: Κατσαρός (Θεολογίτης)

“…Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι
παίζω κοντσίνα, τριόμφο, φαραώ…”

[ΕΤΥΜ. < από το βενετ. concina].

κομισέρης (ο)
αξίωμα στο οθωμανικό αστυνομικό σώμα στις αρχές του 20 ου αιώνα, ο επιθεωρητής της αστυνομίας, ο εντεταλμένος, ο επίτροπος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Η Έλλη θέλει σκότωμα” (1925)
Παραδοσιακό
Ερμηνεία: Γ. Βιδάλης

“…Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,
γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη…”

[ΕΤΥΜ. < λατιν. commissarius < committo = συμβάλλω, συνάπτω].

κομπάσο (και κουμπάσο) (το)
το διαστημόμετρο, ο ναυτικός “διαβήτης”.
Μοιάζει με τους κοινούς διαβήτες, πλην όμως τα δύο σκέλη του είναι ευθεία και καταλήγουν σε άκρα με δύο αιχμές. Χρησιμεύει για τη μέτρηση αποστάσεων πάνω στο ναυτικό χάρτη, αλλά και για διάφορους άλλους σκοπούς (μέτρηση συντεταγμένων κ.λ.π.)
[Σε τοπικά ιδιώματα, το κομπάσο / κουμπάσο είναι ο διαβήτης που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες, ιδίως οι ξυλουργοί, στις γεωμετρικές μετρήσεις των κατασκευών τους].

Η λέξη “κομπάσο” χρησιμοποιείται όχι μόνο με τη σημασία του διαβήτη.
Ο Καζαντζάκης, π.χ., με κομπάσο παρομοίαζε το μεγάλο βηματισμό του Ζορμπά.
Ο Βάρναλης, επίσης, περιγράφοντας τη μεγαλοαστική οικογένεια:

[b]”..αργά προβαίνουνε κι οι τρεις,
τους ακλουθάει η μέρα,
κάθε τους πάσο και κομπάσο,
που μετράει τη Σφαίρα…”

Η έκφραση «λογαριάζω/κανονίζω/πηγαίνω με το κομπάσο» σημαίνει «υπολογίζω κάτι με απόλυτη ακρίβεια», «τα προβλέπω όλα στην εντέλεια».

Ακούγεται σε δημοτικά, π.χ.,

«…Την κάθε λέξη που θα πω μετρώ με το κουμπάσο
για να ‘ν’ τα λόγια μου σωστά σαν τραγουδώ στην Κάσο…»

Και σε λαϊκά, π.χ., «Πετονιές» (1963)
Στίχ., μουσικ. : Μουφλουζέλης
Ερμην.: Τσαουσάκης

«…το κάθε τι κανόνισα
όλα με το κομπάσο…»

[ΕΤΥΜ.< [ ιταλ. Compasso = διαβήτης]

Κονδύλης Γεώργιος (ο)
(1879 – 1936), στρατιωτικός και πολιτικός συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού μετώπου και στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Ίδρυσε το “Εθνικό Δημοκρατικό κόμμα” το οποίο μετονόμασε σε “Εθνικό Ριζοσπαστικό κόμμα” και εξελέγη δυο φορές πρωθυπουργός, το 1926 και το 1935, επαναφέροντας τη Μοναρχία.
Πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς το 1936.

Ακούγεται στο τραγούδι: “O Μάρκος υπουργός”, (1935)
Στ., μουσ, ερμην. : Μ. Βαμβακάρης

“…Πάει ο Κονδύλης μας,
πάει κι ο Βενιζέλος…”

Κόνιαλης (ο)
1. Κάτοικος του Ικονίου (Κόνια, στα τουρκικά).
2. Χορός των τουρκόφωνων Ρωμιών του Ικονίου. Πολλοί ταβερνιάρηδες του Γαλατά ήταν Κονιαλήδες και τον χόρευαν.

Από το τραγούδι: “Κόνιαλης”, 1933
Στ., μουσ.: Δραγάτσης
Ερμην.: Εσκενάζυ.

κονιόρος (ο)
ο ξύπνιος, ο μάγκας.

Ακούγεται σε μια παραλλαγή της “Μόρτισσας χασικλού” (1933)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Βαμβακάρης.

“…ποτέ σου δε λογάριασες
νταήδες και μαγκιόρους
ούτε τους μαχαλόμαγκες
που κάνουν τους κονιόρους…”

[ΕΤΥΜ. < Ιταλικής προέλευσης, από το ρήμα coniare = μηχανεύομαι, επινοώ, εφευρίσκω < λατιν. cognosco = γνωρίζω, ερευνώ, εξετάζω].

κόνξα (η) (κόνξες, πληθ.)
1. Τα νάζια, τα πείσματα.
2. Αντιδραστική ενέργεια ή συμπεριφορά, καπρίτσιο, ιδιοτροπία, παραξενιά.
3. Υπαναχώρηση σε κάτι, το οποίο είχα υποσχεθεί ή το οποίο είχα συμφωνήσει.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο πασατέμπος” (1939)
Στ: Γ. Γιαννακόπουλου, μουσ. : Χιώτη
Ερμην.: Κασιμάτης, Εσκενάζυ.

“…γιατί γυρεύεις κόνξες
σ’ άλλονε να κάνεις…”

[ΕΤΥΜ. < παλ. σημ. : για μηχανή αυτοκινήτου που δεν παίρνει μπρος < αγγλ. conks (“car conks out”)=σβήνει, δεν παίρνει μπρος η μηχανή του αυτοκινήτου]

Κοντζαγάκι (το)
Τοποθεσία στα περίχωρα της Σμύρνης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σμύρνη με τα περίχωρα” (1930)
Στ., μουσ. : Παντελίδης
Ερμην. : Γ. Μυττάκη

“…Κοντζαγάκι, πως να ξεχάσω τις δροσιές
και τ’ όμορφο νεράκι…”

κοντραμπατζής (ο)
ο λαθρέμπορος.

κοντραπάντο (ή κοντραμπάντο) (το)
1. Το λαθραίο εμπόριο, το λαθρεμπόριο
2. Μεταφορικά, «τέχνασμα», «απάτη».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Κοντραμπατζήδες” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Ρούκουνας

“…κοντραμπατζήδες έξι επτά
μέσα σ΄ένα καΐκι…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. contrabbando < λατιν. contrabbannum < contra + bannum = διάταγμα, ψήφισμα].

Κοπανάς (ο)
Προσφυγικός συνοικισμός μεταξύ Βύρωνα και Ηλιούπολης.
Μία εκδοχή για την προέλευση της ονομασίας αναφέρεται στα ξύλα με τα οποία οι νοικοκυρές κοπανούσαν τα ρούχα όταν τα πήγαιναν σε παρακείμενο ρέμα της περιοχής, για να τα πλύνουν.

Ακούγεται στο τραγούδι «Λιλή σκανταλιάρα» (1932)
Στίχ., μουσ.: Τούντας,
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

«…Δε με μέλει εμέν’ αν είσ’ αλάνης απ’ τον Κοπανά
και τον ντούρο βρε μάγκα μη μου κάνεις και δε σου περνά…» 

Κορδελιό (το)
Παραλιακή κωμόπολη της Μ. Ασίας, 13 χλμ. από τη Σμύρνη.
Σε ανάμνηση της περιοχής αυτής, ιδρύθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός Νέο Κορδελιό.

Ακούγεται στην “Κορδελιώτισσα” , παραδοσιακό τραγούδι, ηχογραφήθηκε το 1916 με το Μ. Λυμπερόπουλο και
στην “Κορδελιώτισσα” (1960)
Στ., μουσ. : Βαμβακάρης
Ερμην. : Βαμβακάρης, Αντζ. Γκρέκα.

κορτάκιας (ο) (κορτάκηδες, πληθ.)
αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς, που φλερτάρει δεξιά και αριστερά.
Έχει αρνητική χροιά και στα τραγούδια όπου το συναντάμε, π.χ.:

στο τραγούδι:
“Πέντε μάγκες στον Περαία” (1936)
Στ, μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμηνεία: Καλυβόπουλος

“…νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
μήτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες…” 

(όπου «κορτάκηδες» είναι οι κομψευόμενοι τύποι, τουλάχιστον όχι οι σοβαροί)

Και στον «Υμνούμενο» του Π. Κυριακού,
Όπου οι Σμυρνιοί θεωρούνται «κορτάκηδες».

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. corte = αυλή παλατιού < λατιν. cohors. Αρχική έννοια: φέρομαι ευγενικά, όπως αρμόζει σε αυλικούς].

κουβέρτα (η)
το κατάστρωμα του πλοίου, στη ναυτική ορολογία.
Γενικά, μια συνεχής οριζόντια επιφάνεια που μπορεί να εκτείνεται σε όλο το μήκος του πλοίου ή να περιορίζεται σε μέρος αυτού.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Βάρκα μου μπογιατισμένη»(1973)
Στ. – μουσ. – ερμην.: Μουφλουζέλης

“…και ζεϊμπεκάκι πα’ στην κουβέρτα…”

Κουκλουτζάς (ο)
Χωριό στα περίχωρα της Σμύρνης με καθαρά ελληνικό πληθυσμό από το 19ο αιώνα.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Παποράκι του Μπουρνόβα”

“…πόσα τάλιρα γυρεύεις
να με πας στον Κουκλουτζά …”

[ΕΤΥΜ. < κουκλουτζά: τούρκ. προέλευσης λέξη = μυρωδιά.
Οι καταγόμενοι από τον Κουκλουτζά Μικρασιάτες πρόσφυγες που μετεγκαταστάθηκαν στη θεσσαλονίκη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, μετονόμασαν την περιοχή αυτή από “Κουκλουτζά” σε “Εύοσμο”.]

κουλαντρίζω (ρ.)
χειρίζομαι επιδέξια, χρησιμοποιώ, καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα, “τα ρίχνω” σε κάποιον ή κάποια.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το μπαρμπεράκι” (1935)
Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Μπάτης

“…απ’ αυτά δεν κουλαντρίζεις
μπαρμπεράκι μου χρυσό…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. kullandum (ρ. kullanmak)= χρησιμοποιώ, οδηγώ].

Κούλουρη (η)
Η Σαλαμίνα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Από την Κούλουρη ως τον Περαία “, 1950.
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Μοσχονάς, Καλλέργης.

κουμαρτζής (ο)
Ο χαρτοπαίκτης αλλά και ο κυβοπαίκτης.

κουμάρι (το), η χαρτοπαιξία (και ειδικότερα στην Κρήτη, η κυβοπαιξία, τα ζάρια).

Τίτλος ομώνυμου τραγουδιού, σε σύνθεση και ερμηνεία του Χ. Πιπεράκη (1939)

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kumar=τυχερά παιχνίδια, τζόγος, χαρτοπαιξία]

κουμπές (ο)
ο τρούλος, ο θόλος εκκλησίας ή αρχοντικού.

«…Απεφάσισα να γίνω στην Αγια- Σοφιά κουμπές
να΄ ρχονται να προσκυνούνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές…»

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kubbe < από τα αραβ.].

κουμπουριά (η)
η πιστολιά

κουμπούρας (ο)
αυτός που κρατά κουμπούρα, δηλαδή πιστόλι παλιού τύπου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο κουμπούρας απ’ τη Βάθη”, 1920
Παραδοσιακό, στο όνομα του Σπ. Στάμου.
Ερμην: Μ. Παπαγκίκα.

[ ΕΤΥΜ. < τουρκ. kubur, ελλην. αντιδάνειο < από το κουμπί, μια και έβαζαν το πιστόλι σε κουμπωτό περιστήθιο]

Κουνελάκι (το)
Ονομαζόταν έτσι, παλαιότερα, η συνοικία του Δήμου Κερατσινίου Ευγένεια, μεταξύ του νεκροταφείου της Ανάστασης και της ακτής του Κερατσινίου.

Ακούγεται στο τραγούδι “Πέντε μάγκες” (1936)
Στίχ., μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμην.: Αντ. Καλυβόπουλος

“…πάν’ εκεί στο Κουνελάκι
έχω ζούλα ναργιλέ…”

κουρμπέτι (το)
η σκληρή, η δύσκολη γεμάτη βάσανα, ζωή, ο αγώνας για τη βιοπάλη.
Επίσης, η ζωή της πιάτσας, της μαγκιάς.
«Ζω στο κουρμπέτι» σημαίνει «έχω ψηθεί στη βιοπάλη», «έχω μεγάλη πείρα από τις δυσκολίες της ζωής».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά” (1937)
Στ., μουσ. και ερμην.: Μ. Βαμβακάρης.

“…Όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι…”

[ΕΤΥΜ. <τούρκ. < προγενέστερο αραβ. gurbet = ξενιτειά]

κουρνάζος (ο), κουρνάζα (η)
Ξύπνιος, ξύπνια, ανοιχτομάτης, πονηρός, πονηρή, κατεργάρης, κατεργάρα.

Από τα τραγούδια:
“Πρέπει να ξέρεις μηχανή (1934)
στ. – μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…να’ σαι κουρνάζος κι έξυπνος
κι όλο με ζοριλίκι…”

Και, Το μπαρμπεράκι» (1935)
Στίχ., μουσικ., ερμην.: Γ.Μπάτης

«…είμαι μάγκα και κουρνάζα
κι όλο θα στην κοπανώ…»

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kurnaz = ατσίδα, τσακάλι].

κουρντίζομαι (ρ.)
στολίζομαι, ετοιμάζομαι.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Απόψε κάνεις μπαμ” (1952)
Στ. – μουσ. Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Νίνου.

“…κουρντίστηκες κυρά μου
στην πένα, στο καντίνι…”

[ΕΤΥΜ. < λατιν. corda < αρχ. χορδή].

Κουσαντιανή (η)
Η καταγόμενη από το Κους Αντασί, τοπωνύμιο παραλιακής περιοχής κοντά στην Έφεσο.

κουσουμάρω (ρ.)
1. χρησιμοποιώ κάτι με επιτυχία, χειρίζομαι.
2. επιδεικνύω, μοστράρω.
3. φέρομαι, συμπεριφέρομαι.

Ακούγεται στα τραγούδια:
“Βρε μάγκα το μαχαίρι σου” (1936)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Δελιάς

“…Βρε μάγκα το μαχαίρι σου
για να το κουσουμάρεις
πρέπει να έχεις την ψυχή
καρδιά για να το βγάλεις…”

Και στο τραγούδι:
“Τραγιάσκες” (1933)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης.

“…και οι γκόμενες αντρίκια κουσουμάρουν
και με μάγκες τρέχουνε για να φουμάρουν…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. consumare]

κουσουρλούκι (το)
η ελαττωματικότητα, το ελάττωμα, η αδυναμία.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Θέλω μάγκα με πολλά καράτια» (1951)
Στίχ., μουσικ.: Μητσάκης
Ερμην.: Ι Γεωργακοπούλου, Τζουανάκος

«…να ξαναβρώ κι εγώ τα ίδια κουσουρλούκια,
να πίνω, να γλεντώ, τα βράδια στα μπουζούκια…|

Κουταλιανός (ο)
Ο Παναγής Κουταλιανός (1847-1916) ήταν πρωταθλητής στην άρση βαρών και παλαιστής.
Είχε μεγάλη μυϊκή δύναμη και αθλητικό παράστημα. Δούλευε αρχικά ναύτης σε εμπορικά καράβια και, αργότερα, έγινε επαγγελματίας αθλητής.
Το διάστημα 1882-1892 που βρισκόταν στην Αμερική, νίκησε πολλές φορές σε αγώνες πάλης και άρσης βαρών.
Το όνομα του Κουταλιανού έγινε θρυλικό.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Κουταλιανός”
Στ.: Α. Δασκαλόπουλου – μουσ.: Ν. Μαυρουδή
Ερμην.: Γ. Μουφλουζέλης.

“…Ο Παναής Κουταλιανός δεν είναι αιμοβόρος
μα τρώει κάστρο άμα θες και καταπίνει όρος…”

[ΕΤΥΜ. < Το όνομα “Κουταλιανός” το πήρε από την ιδιαίτερη του πατρίδα, το νησί Κούταλη της Προποντίδας].

κουτούκι (το)
1. Μικρή λαϊκή ταβέρνα.
2. Ξύλα από σκίνα, οι ρίζες των σκίνων.
3. Aυτός που δεν βλέπει από το μεθύσι.

[ ΕΤΥΜ. < τουρκ. Kutuk= κούτσουρο].

κούτσα (η), κούτσες (πληθ.)
Κούτσα (ή κούκλα) είναι η μαζεμένη σε σχήμα θηλιάς βαμβακερή κλωστή που πουλιόταν σε δέματα.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης» (1936)
Στίχ., μουσικ. : Βαμβακάρης

«…στο κλωστήριο μ’ είχανε κι ήκανα πακετάκια
νήμα και κούτσεες φέρνανε σ’ εμένα κοριτσάκια…»

κουτσαβάκι (το), Κουτσαβάκης (ο)
Λαϊκός μάγκας των αρχών του 20ού αιώνα, κυρίως στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπους που μιμούνται τους παλιούς νταήδες της εποχής. Με την πάροδο των χρόνων, οι παλιοί νταήδες κατηγορήθηκαν από την κατεστημένη τάξη για εσκεμμένη επίδειξη δύναμης (η οποία ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να ήταν και πραγματική), με αποτέλεσμα η λέξη να αποκτήσει γενικά την έννοια του ψευτοπαληκαρά, αυτού που κάνει επίδειξη δύναμης χωρίς λόγο.
Η ονομασία οφείλεται στον Κουτσαβάκη, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστό μάγκα του 19ου αιώνα.
Στο λαϊκό τραγούδι η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του ψευτοπαληκαρά, του νταή.
Ο Μάρκος, όμως, στο “Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά” τη χρησιμοποιεί θετικά.

Από το τραγούδι:
“Αν ήμουν άντρας” (1933)
Στ. – μουσ.: Παπάζογλου
Ερμηνεία: Κ. Χωματοπούλου – Χωματιανού

“…πάντα θε να φερνόμουνα σαν φίνο κουτσαβάκι
στο χέρι μου θα κράταγα με φούντα μπεγλεράκι…”

Κουτσουκάρι ή Κουτσικάρι (το)
O σημερινός Κορυδαλλός.
Από το όνομα του Γεωργίου Κουτσικάρη, ο οποίος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι στην περιοχή.

Από το τραγούδι: “Για μια Κουτσουκαριώτισσα” (1938)
Στ. μουσ. : Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Ερμην. : Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

Κούτσουρα του Δαλαμάγκα (τα)
Ταβέρνα στη Θεσσαλονίκη.
Είχε το όνομα του ιδιοκτήτη της, Γιώργου Δαλαμάγκα, και λειτούργησε από το 1936 και για 10 χρόνια.
Στην Κατοχή ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και Γιάννης Παπαϊωάννου δούλευαν σ’ αυτή την ταβέρνα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μπαχτσέ τσιφλίκι” (1946)
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης.
Ερμην. : Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.

“…κι από ‘κει στα κούτσουρα του Δαλαμάγκα…”

κούφιο (το)
1. Το περίστροφο, το όπλο.
2. Για ανθρώπους: κάποιος χωρίς αξία, άδειος, χωρίς πνευματικές ανησυχίες).

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Νίκος ο τρελάκιας” (1936)
Στίχ.: Ν. Μάθεσης, μουσ. και ερμην.: Αν. Δελιάς

“…το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του
γι΄αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του…”

κοχλαράκιας (ο)
O πρεζάκιας που παίρνει τη δόση του με ένεση χρησιμοποιώντας κουτάλι

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο κοχλαράκιας” (1935)
στ.: Γ. Βιτάλης
Μουσ.: Β. Μεσολογγίτης
Ερμηνεία: Β. Μεσολογγίτης

“…Τι σας νοιάζει αν έγινα πρεζάκιας
Και γυρίζω στους δρόμους κοχλαράκιας…”

[ΕΤΥΜ. < κοχλάρι = κουτάλι < κοχλιάριον < αρχ. κόχλος, κοχλίας]

κρατάω (ή φυλάω) τσίλιες
φράση που σημαίνει «παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κάτι παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η φωνή του αργιλέ” (1935)
Στίχ., μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“… φύλα τσίλιες για τους βλάχους
κείνους τους δεσμοφυλάκους…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. ουδ. ciglio = βλεφαρίδα, βλέφαρο].

Κρεμμυδαρού (η)
Περιοχή της Δραπετσώνας, στην Ανατολική της πλευρά.
Σήμερα λέγεται Λιμανάκι.
Γνωστή από τα περίφημα κέντρα της ( όπου έπαιξε η ξακουστή Τετράς του Πειραιά, αλλά και οι: Γ. Τσαούς, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστος, Περιστέρης, Κηρομύτης), αλλά και από τους τεκέδες της.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Πέντε μάγκες στον Περαία (1935).
Στ., μουσ. : Γ. Τσαούς
Ερμην : Αντ. Καλυβόπουλος.

“…Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Πειραιά, Κρεμμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στη σπηλιά την κουρελού…”

κρεπάρω (ρ.)
σκάω, έχοντας ξεπεράσει τα όρια της ψυχικής μου αντοχής, αισθάνομαι υπερβολική δυσφορία από εσωτερική πίεση, συντρίβομαι.

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. crepare].

κρίσις (η)
Πρόκειται για την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 – 1932.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η κρίσις” (1933)
Στ., μουσ., ερμην.: Ρούκουνας

λάγνος (ο), λάγνα (η)
Φιλήδονος, φιλήδονη, αυτός/ αυτή που εκπέμπει και προκαλεί ερωτισμό.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αραπίνες” (1946)
Στίχ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Ι. Γεωργακοπούλου – Στ. Περπινιάδης

“…αραπίνες λάγνες ερωτιάρες…”

[ΕΤΥΜ.<αρχ. λαγαίω “απολύω, αφήνω, χαλαρώνω” <λάγος, λαγαρός =καθαρός, διαφανής]

λάζο (το)
είδος μαχαιριού που διπλώνει στη λαβή, στιλέτο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Στίχ.: Ευτ. παπαγιαννοπούλου
Μουσ.: Γ. Στεφανάκης
Ερμην.: Μ. Ζαμπέτας

“… Λάζο στη μέση του χωστό…”

λακριντί (το)
1. Συζήτηση, κουβεντολόι, φλυαρία.
2. παράπονο, βάσανο κ.λπ., με την έννοια του “φλυαρώ – γκρινιάζω για το πρόβλημά μου”, “λέω τον πόνο μου”.
3. έκφραση πόνου, καϋμού, βασάνων, κλάμα, μουρμούρα και μοιρολόϊ.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αντιλαλούν οι φυλακές” (1935)
Στ. – μουσ. – ερμην: Βαμβακάρης

“… το σκότος και η φυλακή
είναι μεγάλο λακριντί…”

[ΕΤΥΜ. < λατιν. lacrimae = δάκρυ, τουρκ. “lakirdi” = κουβεντολόι, κουτσομπολιό].

λάου- λάου (επίρρ.)
σιγά-σιγά, με το μαλακό, ύπουλα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Λάου-λάου το πηγαίνεις” (1971)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Γ. Μουφλουζέλης

“…λάου – λάου το πηγαίνεις
να ξαναγινώ εργένης…”

λαχανάδες (οι)
οι πορτοφολάδες (όπου,”λάχανο” = πορτοφόλι)
Επίσης κλέφτες, λαθρόβιοι (τσιμπώ λάχανα: κλέβω πορτοφόλια).

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι Λαχανάδες” (1934)
στ., μουσ.: Παπάζογλου
ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

“…κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
που κάναν την κυρία…”

λεβέντης (ο)
Νέος, ανδρείος, ιππότης (τουρκική λέξη).
Στην τουρκική γλώσσα σήμαινε και ναυτικός και πολιτογραφήθηκε και στην ελληνική γλώσσα με παρόμοια σημασία.
Οι Τούρκοι ιστορικοί ονόμαζαν Λεβέντ τους επαγγελματίες ή μισθοφόρους ναυτικούς, τους κουρσάρους, γενικά τους θαλασσινούς. Λεβέντ επίσης ονομάζονταν τα πληρώματα του οθωμανικού στόλου και αποτελούνταν από Έλληνες, Δαλματούς και Αλβανούς ναυτολογημένους από Τούρκους πασάδες.

λεγένι, λαγήνι λαΐνι (το)
1. Γενικά, η λεκάνη
2. Η λεκάνη του νιπτήρα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Τουμπελέκι, τουμπελέκι” (1931)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

“…τούμπα-τούμπα το λεγένι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. legen< περσ. lagan=μπρούτζινη ή χάλκινη λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών.]

λελέκι (το)
1. Ο πελαργός.
2. Και, μτφ., πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος (ονομασία που οφείλεται στην ομοιότητα με το πτηνό).

Ακούγεται στο τραγούδι: “Τουμπελέκι, τουμπελέκι” (1931)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

“…τουμπελέκι-τουμπελέκι, βρε,
που μας κάνεις το λελέκι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. leylek ].

λεμές (ο)
1. Άνθρωπος κατώτερης στάθμης, κάθαρμα, παλιάνθρωπος.
2. Ονομάζεται έτσι και ένας τύπος ώριμης σταφίδας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μες στου Συγγρού τη φυλακή” (1932)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Αντ. Διαμαντίδης (Νταλγκάς).

“… θα τον τσακίσω το λεμέ
και σένανε σουρουκλεμέ.
θε να σας κάνω τσιμπητούς
και θα σας πάνε σηκωτούς…”

[ΕΤΥΜ. < από το τουρκ. elleme (κατά πάσα πιθανότητα) = μεγάλο αντικείμενο που δεν περνάει από το κόσκινο].

Λεμονάδικα (τα)
Η ακτή Τζελέπη, (πλατεία Καραϊσκάκη) .
Οφείλει την ονομασία αυτή (“Λεμονάδικα”) στο ότι, στο συγκεκριμένο σημείο, έφταναν και άραζαν καΐκια και ιστιοφόρα εμπορικά, γεμάτα φρούτα, κυρίως όμως λεμόνια, από τα νησιά, και πιο πολύ από τον Πόρο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι Λαχανάδες” (1934)
στ., μουσ.: Παπάζογλου
ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

“…κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
που κάναν την κυρία…”

λιμά (τα)
1. α)Τα χαμηλής αξίας χαρτιά στην τράπουλα.
1. β) τα χαμηλής αξίας κέρματα ή χαρτονομίσματα
2. Τα λόγια χωρίς σημασία, χωρίς πειστικά επιχειρήματα, το παραπειστικό κουβεντολόι.

Με την 1 α) σημασία, ακούγεται στο τραγούδι:
“Το παιχνίδι του Αμερικάνου” (1935)
Στ., μουσ.: Κ. Σκαρβέλης
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

“…με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ, στην πασσέτα
κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα…”

Με τη 2η σημασία, ακούγεται στο τραγούδι: “Δεν παύει πια το στόμα σου” (1936), σε στίχους, μουσ. και ερμην.: Μ. Βαμβακάρη

“… Δε με κόβεις μάγκα μου, βρε πια, με τα λιμά σου,..”

λιμάρω τα ζάρια
έκφραση που σημαίνει έναν τρόπο πλανίσματος και ξυσίματος των μεταλλικών ζαριών που χρησιμοποιούσαν παλιότερα, ώστε να μετατοπίζεται το κέντρο βάρους τους και να φέρνουν τις ζαριές που ήθελαν.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μανώλης χασικλής” (1929)
Στ., μουσ. Γ. Δραγάτσης
Ερμηνεία: Κ. Νούρος

“…Έλα, βρε Μανωλάκη, να τα λιμάρουμε
να στρώσουμε κουβέρτα να τους τα πάρουμε…”

λιμοκοντόρος (ο)
Ο νέος που – παρά τη φτώχεια ή την πείνα του – ντύνεται και στολίζεται επιδεικτικά και γενικότερα με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους άλλους.

[ΕΤΥΜ. < από το λιμός (πείνα) + κόντης < κόντες].

Λόντος Τζιμ (ο)
Ψευδώνυμο του Έλληνα παλαιστή και παγκόσμιου πρωταθλητή πάλης Χρήστου Θεοφίλου (Κουτσοπόδι Άργους 1896 – Η.Π.Α. 1975). Μετανάστης στην Αμερική στα 13 του, ασχολήθηκε με την πάλη και πήρε το προσωνύμιο “Τζιμ Λόντος” από αθλητικογράφο μετά από μια νίκη του στην αρένα “London” του Πόρτλαντ. Το 1930 αναδείχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής, νικώντας το Ρίτσαρντ Σίκατ και διατήρησε τον τίτλο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1929 νίκησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Πολωνοαμερικανό Καρλ Ζμπισκ, το Ρωσοπολωνό Κβαριάνι (όπως είναι η σωστή εκφορά του ονόματος και όχι “Κοριάνι” όπως λέγεται στο αντίστοιχο τραγούδι) το 1933, μπροστά σε 80.000 θεατές και το Ράικ, το 1956.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Λόντος και Κοριάνι” 1934.
Στ., μουσ. και ερμην. : Μ. Βαμβακάρης.

“…παρ’ την αιμοβορία σου
και τράβα στην πατρίδα σου,
αγαπητέ Κοριάνι,
που σ’ έστειλε ο Λόντος μας
σε μακρινό σιργιάνι…”

λουλάς (ο)
Tο μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται:
1. ο καπνός και τα κάρβουνα των καπνιστών
2. το χασίσι ή το όπιο και τα κάρβουνα των ναρκομανών.
3. Γνωστή και η φράση “άρτζι μπούρτζι και λουλάς”, με σημασία: χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην).

Από το τραγούδι:
“Αργιλέ μου γιατί σβήνεις” (1935)
στ. – μουσ.: Στ. Χρυσίνης
ερμηνεία: Γ. Μητάκη

“…αχ, περήφανε λουλά μου,
γιάτρεψέ μου την καρδιά μου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. lul(e)].

λούμπα, “πέφτω σε λούμπα”
1. Φράση που σημαίνει «πέφτω σε (στημένη) παγίδα».
2. Ή, «πέφτω θύμα απροσεξίας, συμπαιγνίας».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στην Αμφιάλη” (1983)
Στ.: Ν. Γκάτσος
Μουσ.: Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Μπίνης, Τσίγγος, Ματζόπουλος, Μαραγκόπουλος

“…Πούλαγε ζεστή τουλούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα…”

[ΕΤΥΜ. < αλβ. luba = λάκκος].

λωλός, ή, ό
Αυτός που διανοητικά δε στέκει καλά, ο τρελός, ο παλαβός.
Αλλά, και ο ανόητος, ο απερίσκεπτος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Φέρτε πρέζα να πρεζάρω” (1934)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

“μ’ έχει λωλό το Ερηνάκι
με το μουσμουλί γοβάκι…”

[ΕΤΥΜ. < λωλός < αρχ. oλωλώς ( όλλυμαι)].

μαγκιόρος (ο), μαγκιόρα (η)
Μερακλής/ού, εξαιρετικός/ή, ξεχωριστός/ή, άτομο που προκαλεί το θαυμασμό των άλλων.
[ Αρχική σημασία: «μεγάλος, δυνατός»]

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Κάντονε, Σταύρο, κάντονε” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“τράβα, ρε Γιάννη, αραμπατζή
που΄σαι μαγκιόρος τεκετζής…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Maggiore < major].

μανιτάρι (το), μανίτα (η)
Eίναι ένα κόλπο που κάναν οι πορτοφολάδες για να κλέβουν τα πορτοφόλια σε χώρους με πολύ κόσμο.
Μόλις μπάνιζαν κανέναν αφελή, συνήθως έξω από σιδηροδρομικούς σταθμούς και λιμάνια (για να πετυχαίνουν κανέναν άμαθο χωριάτη), έριχναν με τρόπο μπροστά του ένα άδειο πορτοφόλι. Μόλις το έβλεπε το θύμα, το έπαιρνε με χαρά στα χέρια του και το άνοιγε για να δει τι έχει μέσα.
Φυσικά δεν είχε τίποτα. Τότε του την έπεφτε ο μάγκας με φωνές “φέρτο δω ρε το πορτοφόλι μου” κ.λ.π., ενώ δυο-τρεις σιγοντάριζαν ως “αυτόπτες μάρτυρες”. Μόλις ο μάγκας έπαιρνε το πορτοφόλι, φώναζε “πού είναι τα δυο κατοστάρικα που είχα μέσα”, “δώσε πίσω τα λεφτά μου, μη φωνάξω την Αστυνομία” και άλλα τέτοια.
Το θύμα, φοβισμένο από το γεγονός ότι βρισκόταν με ένα ξένο πρτοφόλι στα χέρια μπροστά σε μάρτυρες, για να γλιτώσει από πιθανά τραβήγματα έδινε τα λεφτά και την κοπάναγε τρέχοντας. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσει το θύμα ήταν να επιμείνει πως δεν το έκλεψε και να ζητήσει κι αυτός την Αστυνομία. Τότε οι μάγκες τον παράταγαν κι έφευγαν, γιατί οι μπάτσοι ήξεραν καλά το κόλπο και τους αναγνώριζαν. Βέβαια υπήρχε και το ρίσκο για το θύμα που επέλεγε να αποδείξει στην Αστυνομία ότι δεν ήταν κλέφτης, να υπάρχει εκεί κοντά μπάτσος “μιλημένος”, οπότε τότε την έβαφε σκούρα, γιατί θα έπρεπε να πληρώσει δυο φορές. Μία για το πορτοφόλι και μία για να λαδώσει τον μπάτσο! Η ονομασία δεν έχει σχέση με το “μάδημα” (τότε το κόλπο θα λεγόταν π.χ. “μαργαρίτα”), γιατί το μανιτάρι δε μαδιέται. Μάλλον, επειδή το πορτοφόλι ξεφύτρωνε ξαφνικά μπροστά στο θύμα σαν μανιτάρι, το κόλπο πήρε αυτή την ονομασία. Στην πορεία καθιερώθηκε να σημαίνει την οργανωμένη κομπίνα δύο ή περισσότερων σε βάρος ενός.
Στα χαρτιά, μανίτα σημαίνει ότι στο τραπέζι υπάρχει ομάδα παικτών συνεννοημένων σε βάρος κάποιου (με παίξανε μανίτα).

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Αμερικάνος” (1935)
Στ., μουσ.: Ιακ. Μοντανάρης
Ερμηνεία: Στ. Βογιατζή

“…ρίξανε το μανιτάρι
μια βραδιά με το φεγγάρι,
πιάσαν ‘ ναν Αμερικάνο
στη μανίτα σαν το χάνο…”

μαντάρα (η)
Άνω κάτω, χάλια, μαλλιά κουβάρια.

Ακούγεται στο τραγούδι «Μες τον τεκέ της Μαριγώς» (1935)
Στίχ, μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Γ. Παπασιδέρης

«…έγινε μεγάλη αντάρα
κι όλα στον τεκέ μαντάρα…». 

[ΕΤΥΜ. <μεσν. μαδάρα “ορεινή και άγονη περιοχή” < αρχ. μαδαρός “άδεντρος, βρεγμένος, φαλακρός” < μαδώ]

μάπα (η)
γενικά, το πρόσωπο.
Επίσης, ο ανόητος, ο βλάκας.
Σημαίνει, επίσης, πράγμα για πέταμα, λόγω κακής ποιότητας.
Ακόμα, η σφαλιάρα, η καρπαζιά, γενικά το ξύλο.

Με τη 2η έννοια ακούγεται στο τραγούδι: “Όλα πια τα κάνω εγώ” (1977)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Γ. Μουφλουζέλης

“…οι μάπες κάνουν τον νταή
και τσαντίζομαι…”

Με την 4η έννοια στους παρακάτω:

“…Την τρίτη και την τέταρτη
κυρά μου βράσε ρύζι
πάλι τις μάπες σου θα φας
κι ο κόσμος ας με βρίζει …”

[ΕΤΥΜ. < μεσαιων. μάππα < λατιν. mappa=μαντήλι, πετσέτα]

μάπας (ο)
ο αργιλές.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στον τεκέ του Περδικάκη” (1935)
Στ. – μουσ. : Κ. Τζόβενος
Ερμηνεία: Αμπατζή

“…πέντε κάθονται τριγύρω
και το μάπα φέρνουν γύρω…”

μαργιόλος (και μαριόλος),(ο)
μαριόλα (και μαργιόλα), (η)

ο πονηρός/ή, απατεώνας/-ισσα, καταφερτζής/ού, παιχνιδιάρης/α.

μαρ(γ)ιολιά (η)
η πονηριά, το τέχνασμα.
Aρχικά, σήμαινε «μαγεία» και μαργιόλα «μάγισσα».
Συχνά βλέπουμε αυτή τη σημασία της λέξης σε στίχους ρεμπέτικων (και άλλων).

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Με τις μυρωδιές / μαργιολιές σου” (1937)
Στ., μουσ.: Βαμβακάρης
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης, Παγιουμτζής

“…Με τις μυρωδιές σου, με τις μαριολιές σου,
μ’ έκανες και λιώνω κι έχω για σένα πόνο…”

[ΕΤΥΜ. < βενετ. mariol].

μαρμάγκα (η)
1. Η φράση: “με τρώει ή θα με φάει η μαρμάγκα» σημαίνει: «θα πάθω κακό, συμφορά», «θα καταστραφώ».
Χρησιμοποιείται, δηλαδή, η φράση «θα σε φάει η μαρμάγκα» ως απειλή.
2. Είναι, επίσης, η μαρμάγκα είδος δηλητηριώδους αράχνης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η Κούλα” (1929)
Στ. – μουσ. : Κ. Μισαηλίδης
Ερμην.: Νταλγκάς

“…Τι ‘ θελα και σε γνώρισα και μ’ εφαγ’ η μαρμάγκα
θα με σκοτώσεις άδικα σαν το σωφέρ τον Τσάγκα…”

[ΕΤΥΜ. < αλβ. Merimange (ή, ίσως, μαρμαγκάνα < μερμηγκάνα -όπως δαγκάνα- < μέρμηγκας)]

Μαρούδας Ιωάννης (ο)
Μεσολογγίτης, έγινε αστυνομικός διευθυντής στην Αθήνα, διαδεχόμενος τον Μπαϊρακτάρη, για να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τα εγκληματικά στοιχεία.
Εφάρμοζε ένα δικό του σύστημα ανάκρισης (κατά μερικούς αποτελεσματικό), συνεργάστηκε με μερίδα του υποκόσμου τους οποίους χρησιμοποιούσε ως καταδότες, ενώ έμεινε γνωστός και από τα μέτρα που έλαβε το 1911 απέναντι στις απεργιακές κινητοποιήσεις της εποχής. Πέθανε το 1935, σε βαθιά γεράματα, ενώ δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία γέννησής του.

Ακούγεται σε παραδοσιακά δίστιχα:
“…Η πουστιά μας του Μαρούδα
άσπρα μούρα μαύρα μούρα…”

μασάτι (το)
1. Το στρoγγυλό ατσάλινο ακονιστήρι των χασάπηδων.
2. Μακρύ σκληρό σίδερο για να ακονίζουν τις κόρδες οι βυρσοδέψες.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο χασάπης” (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Μ. Βαμβακάρης.

“…αστράφτουν τα μαχαίρια σου
λάμπει και το μασάτι…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκ. masat].

μαστούρα (η)
Oργανική και ψυχολογική κατάσταση ανθρώπου που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

Ακούγεται σε πολλά λαϊκά τραγούδια.
Π,χ., «Σούρα και μαστούρα»(1936)
Στίχ., μουσικ., ερμην. Α. Δελιάς

«Ο μαστούρας» (1933)
Στίχ., μουσικ., ερμην. : Μ. Βαμβακάρης

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Mastor].

μαστραπάς (ο)
Mικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Προξενιά στο Γιώργο» (1932)
Στίχ, μουσ., ερμην.: Γρηγόρης Ασίκης

«…Που ‘ν’ η σκάφη κι ο κουβάς
πλάι του κι ο μαστραπάς…». 

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. masrapa].

ματσαράγκα (η)
η απάτη, η κατεργαριά, η λοβιτούρα.

ματσαράγκας (ο) ο απατεώνας.

Από το τραγούδι:
“Η Κούλα” (1932)
Στ., μουσ.: Καρίπης
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…για να εκτιμάς τους μάγκες
να μην κάνεις ματσαράγκες…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Mazzeranga].

μαυραγορίτης (ο)
Aυτός που πουλά, διοχετεύει αγαθά στη μαύρη αγορά. Ειδικά στην Κατοχή, οι μαυραγορίτες εκμεταλλεύονταν την ανάγκη του πληθυσμού για τρόφιμα πουλώντας σε υπέρογκες τιμές και θησαυρίζοντας απ’ αυτή τους την απασχόληση.

μαύρο (το)
Tο κατεργασμένο χασίσι, που ονομάζεται με διάφορα ψευδώνυμα (ψημένο, σοκολάτα, λιβάνι κ.ά.).

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Παράπονο του ντερβίση” (1935)
Στ. – μουσ – ερμ. Στελ. Περπινιάδης

“…η πρέζα τρώει λεβεντιές
το μαύρο σε χτικιάζει…”

μαύρος (ο)
1. Ο χωροφύλακας (ίσως από το σκούρο, σχεδόν μαύρο, χρώμα της στολής τους).
2. Επίσης, «μαύρος», γενικά, σημαίνει «φουκαράς», «δυστυχισμένος».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Χτες το βράδυ στο σκοτάδι” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…Χτες το βράδυ στο σκοτάδι
με στριμώξανε δυο μαύροι…”

μαχαραγιάς (ο)
Kυριολεκτικά, τίτλος Iνδών πριγκίπων ή ηγεμόνων.
Κατ’ επέκταση, άνθρωπος που ζει μέσα στην πολυτέλεια και τις ανέσεις.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ζαΐρα” (1955)
Στίχ.: Βίρβος. μουσ.: Τσιτσάνης,
ερμην.: Τσιτσάνης – Νίνου

“…κάστρα θα γκρεμίσω
και δεν θα σ’ αφήσω
σκλάβα του μαχαραγιά…”

[ΕΤΥΜ. < γαλλ. maharaja < σανσκρ. maha “μεγάλος” raja “βασιλιάς”].

μαχμουρλής (και μαχμούρης) (ο)
Αυτός που είναι νωθρός ή γενικά βαρύθυμος, συνήθως ύστερα από πολλές ώρες ύπνου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Γύρνα μόνος μες τη νύχτα”(1946)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Τσαουσάκης

“…Κι όταν την αυγή μαχμούρης απ΄τα πέριξ θα γυρνάς
γιοματάρι μαύρο και μαρκό
θα σου φέρει ζάλη στο μυαλό…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Mahmur = νυσταγμένος].

μέγκλα (η)
Φράση που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι κομψό, φίνο και πολυτελές, ένα προϊόν άριστης ποιότητας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Γεια σου Λόλα μερακλού” (1934)
στ. – μουσ.: Δ. Μπαρούσης
ερμην.: Ρούκουνας

“…είσαι μέγκλα και μεράκι…”

μεμέτης (ο)
Ο Μουσουλμάνος, ο Μωαμεθανός, κατά τους Έλληνες (ίσως σύντμηση του «Μωάμεθ»).

Από το τραγούδι:
“Το παπόρι απ’ την Περσία” (1977)
Στ. – μουσ.: Τσιτσάνης
Εκτέλεση: Τσιτσάνης, Λ. Νικολάου

“…δυο μεμέτια τα καημένα
μες στο κόλπο ήταν μπλεγμένα…”

μεντρεσές (ο)
το μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.
Στην Αθήνα ο Μεντρεσές κτίστηκε το 1721 και λειτούργησε ως χώρος διδασκαλίας και έρευνας (και θρησκευτικής) για τους Τούρκους και τον καιρό του Όθωνα μετατράπηκε σε φυλακή, μισητή ιδιαίτερα λόγω της άδικης κράτησης και κακομεταχείρισης των τροφίμων της.
Κατεδαφίστηκε σχεδόν ολόκληρο το κτίσμα το 1914.

Αναφέρεται στο τραγούδι: “Ένας μάγκας στο Βοτανικό” (1933)
Στ., μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Κασιμάτης

“…μπαφιάζει πάντα βερεσέ
γιατί πήρε σύνταξη
από το Μεντρεσέ…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. medrese ]

μερακλής (ο), μερακλού (η)
1. Πρόσωπο που του αρέσουν τα ωραία και καλοφτιαγμένα με μεράκι πράγματα
2. Αυτός/ή που έχει καλαισθησία, ο λάτρης, ο μανιώδης.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Φέρτε πρέζα να πρεζάρω” (1933)
Στ. – μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

“…ο μερακλής ο άνθρωπος πονεί μα δεν το λέγει
κι αν τραγουδά, ψεύτη ντουνιά, μέσα η καρδιά του κλαίει…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Merak = περιέργεια, ανησυχία].

μετζεσόλα (η)
1. η σόλα, ο πάτος του παπουτσιού.
2. το πρόσθετο κομμάτι σόλας προς επισκευή χαλασμένου τμήματος

Ακούγεται στο «Ο τσατσακούκας» (1931) με τον Π. Κυριακό

«…Ήσουνα ξυπόλυτη
με δίχως μετζεσόλες
και τώρα που σε πήρα εγώ
θέλεις να τρως μπριζόλες…» 

[ΕΤΥΜ.< ιταλ. mezze suole]

μετζαρόλια (τα)
φιαλίδιο με άμμο για τον κανονισμό των ωρών των δυτών, είδος κλεψύδρας.

Από παραδοσιακό τραγούδι
Ερμηνεύει ο Περδικόπουλος

“…μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια
γιατί βουτώ στη θάλασσα σαράντα πέντε χρόνια…”

[ΕΤΥΜ. < βεν. mezzaruola].

μετζίτι (το)
Παλιό τουρκικό χρυσό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα. Αργότερα έγινε αργυρό, ίσο με το πέμπτο της τουρκικής λίρας και πήρε το όνομά του από το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. mecidiye ή mecit].

μετρέσα (η)
Γυναίκα που συζεί με τον εραστή της ή συντηρείται από αυτόν.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η φάλτσα η Μαριγώ” (1988)
Στίχ.: Σ. Τσώτου, μουσ. Γ. Κριμιζάκης
ερμην.: Γ. Βλάσσης

“…μετρέσα ενός μέθυσου πιανίστα…”

[ΕΤΥΜ. < γαλλ. maitress(e)].

μηχανή, (η) ( ξέρω μηχανή)
Ξέρω τον τρόπο, την κατάλληλη τακτική, είμαι ικανός και πονηρός.

μηχανή (η) 
το κόλπο,η πονηριά,η μεθόδευση.

Ακούγεται στο τραγούδι:”Πρέπει να ξέρεις μηχανή (1934)
Στίχ. – μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…πρέπει να ξέρεις μηχανή
να κόψεις μαύρα μάτια…”

Μισιρλού, Μουσουρλού (η)
H Αιγυπτιώτισσα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μισιρλού” (1950)
Στ., μουσ. : Ρουμπάνης
Ερμην.: Δ. Στρατηγοπούλου.

“…Μισιρλού μου, η γλυκιά σου η ματιά…”

[ΕΤΥΜ. < αραβ. Misri= Αίγυπτος].

μοβόρος (ο), μοβόρα (η), μοβόρικο (το)
ο πολύ σκληρός,ο απάνθρωπος, ο τύραννος, ο άκαρδος/η.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Άτιμη τύχη”
Στίχ.: Γ. Γιαννακόπουλος, μουσ.: Μ. Σουγιούλ
ερμην.: Τρίο Κιτάρα

“… άτιμη τύχη και μοβόρα,
τύχη μπαμπέσα και σκληρή…”

[ΕΤΥΜ. < αιμοβόρος]

μόκο (το)
η σιωπή.
Η φράση “κάνε μόκο” έχει τη σημασία «μη μιλάς», «μη φέρνεις αντίρρηση», «κάνε τουμπεκί».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Βρε μάγκες δυο στη φυλακή” (1934)
Στίχ., μουσ. : Κ. Τζόβενος
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

“…μη μιλάς και κάνε μόκο
θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. moco = τίποτε].

Μοράβας (ο)
Βουνό που απέχει 15 χιλιόμετρα από τα Αλβανικά σύνορα.
Η κατάκτησή του από τον ελληνικό στρατό το 1940 σήμανε και την κατάκτηση της Κορυτσάς και την υποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το Μοράβα, το Πόγραδετς” (1947)
Στ., μουσ.: Κασιμάτης
Ερμην.: Μηττάκη.

μόρτης (ο), μόρτισσα (η)
Μάγκας, αλάνι, άνθρωπος με συμπεριφορά πέραν της κοινωνικής συμβατικότητας.
Κατ’ επέκταση, η λέξη πήρε τη σημασία αυτού που αψηφά το θάνατο, που ζει μια ιδιαίτερη ζωή, πέρα από τις κοινωνικές συμβατικότητες.
Η λέξη χρησιμοποιείται με θετική σημασία στο λαϊκό μας τραγούδι.

Από το τραγούδι: “Φτώχεια μαζί με την τιμή”(1933)
Στ., μουσ: Π. Τούντας
Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

“…βρε εγώ είμαι η μόρτισσα η Κική,
που ήμουν δυο μήνες φυλακή…”

[ΕΤΥΜ. < από το ιταλ. Morti =νεκροθάφτης, τυμβωρύχος , <λατιν. morto= νεκρός. Από το 14ο και 15ο αιώνα μάστιζαν την Ευρώπη μεγάλες επιδημίες και ο θάνατος θέριζε.
Όμως από το φόβο εξάπλωσης της επιδημίας, δεν πλησίαζε κανείς τους νεκρούς, έμεναν άταφοι, δημιουργώντας – ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα – ένα τεράστιο πρόβλημα, το οποίο η πολιτεία αντιμετώπισε με άνεργους περιπλανώμενους, στους οποίους ανάθεσε έναντι αδράς αμοιβής το έργο της ταφής. Έτσι προέκυψε ένα νέο «επάγγελμα», οι μόρτηδες, (νεκροθάφτες, κατά λέξη), οι απόλοιμοι, όπως λέγονταν, επειδή είχαν αποκτήσει ανοσία, άρα είχαν επιβιώσει επιδημιών.
Αυτοί αναλάμβαναν το μακάβριο έργο της ταφής των νεκρών και μετά του καθαρισμού της πόλης, επομένως επιδείκνυαν μια αξιοθαύμαστη παλικαριά και μια συμπεριφορά, πέρα από συμβατικότητες η οποία και υμνήθηκε – μ’ αυτή τη γενικότερη έννοια – στο λαϊκό τραγούδι].

μουρμούρης (ο)
1. Ο σκληρός μάγκας.
2. Στην κυριολεξία είναι αυτός που μιλά μέσα από τα δόντια του, εξ’ ου και τα πρώτα τραγούδια των φυλακών, ονομάζονται αδέσποτα ή μουρμούρικα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Συνάχης” (1934)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

“…Συναχωμένος μου΄ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου, από πέρα…”

[ΕΤΥΜ. <μτγν. μορμυρίζω <αρχ. μορμύρω= γκρινιάζω].

μουρντάρης (ο)
Ο μπερμπάντης, αυτός που κάνει απάτες και ακολασίες.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο κόκορας” (1953)
Στίχ., μουσ.: Τσιτσάνης
ερμην.: Μ. Νίνου – Σπ. Ευσταθίου – Τσιτσάνης

“… Είσαι κόκορας μουρντάρης
και ζητάς να με τουμπάρεις..”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. murdar = βρώμικος].

μούσμουλα (τα)
στην αργκό, είναι οι σφαίρες.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στην Υπόγα” (1930)
Στ., μουσ.. ερμην.: Α. Κωστής

” ένας μπάτσος με το κούφιο
ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο…”

μουστερής (ο)
Ο αγοραστής ή πελάτης, γενικά αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι με σκοπό να το αποκτήσει.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. musteri].

μπαγαποντιά (η)
η πονηριά, η απάτη, η κατεργαριά, η πανουργία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μας φέρθηκες μπαμπέσικα” (1941)
Στ.: Δημ. Σέμσης – μουσ.: Γ. Παπασιδέρης.
Ερμην.: Γ. Παπασιδέρης.

“…Δυo χρόνια μας βασάνισες
με την μπαγαποντιά σου…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. vagabondo = αυτός που περιπλανιέται, που δε δουλεύει, ο άχρηστος]

μπαγάσας (ο)
ο κατεργάρης, ο επιτήδειος, ο πονηρός.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τα παιδιά της γειτονιάς σου” (1929)
Παραδοσιακό
Ερμηνεία: Νταλγκάς

“…Τα παιδιά της γειτονιάς σου, τα μπαγάσικα
θα τα πιάσω, να τα δείρω, να ’ναι χάσικα…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Bagascia].

μπαγιαντέρα (τα μαλλιά σου)
1. Είδος κουρέματος των αρχών του αιώνα, σε στυλ αντρικό, κοντοκουρεμένο, που προήλθε από μίμηση της ομώνυμης πρωταγωνίστριας της όπερας «Μπαγιαντέρα».
2.”Μπαγιαντέρας” ήταν και το παρατσούκλι του Δ. Γκόγκου, λόγω της προτίμησής του στην όπερα αυτή.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τα μαλλιά σου τα κομμένα” (1927)
Παραδοσιακό
Ερμηνεία: Παπαγκίκα

“…πάλι στα΄κοψε η μαμά σου
μπαγιαντέρα τα μαλλιά σου…”

[ΕΤΥΜ. <γαλλ. Bayadere < πορτογ. Bailadeira = χορεύτρια < λατιν. ballare < αρχ. βαλλίζω = χορεύω].

μπαγιόκος (ο)
1. Το κομπόδεμα, τα πολλά λεφτά και όχι μόνο, σχεδόν ολόκληρη η περιουσία.
2. Τα χαμηλής αξίας νομίσματα, γενικά τα μικρά ποσά, όπως είναι και η αρχική σημασία της λέξης.

Με την 1η έννοια ακούγεται στα τραγούδια: “Βρε μάγκες δυο στη φυλακή” (1934)
Στίχ., μουσ.: Κ. Τζόβενος
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

“… Μη μιλάς και κάνε μόκο,
θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο…”

και: “Είσαι φάντης” (1936)
Στίχ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

“… και το μπαγιόκο μού ΄φαγες,
βρε ψευτοαρπαγάνα…”

Με τη 2η σημασία, ακούγεται στο τραγούδι: “Το λεξικό του μάγκα” (1932) με τον Π. Κυριακό.

“…τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο…»

μπαγιοκλής (ο)
ο παραλής

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. baiocco=χάλκινο νόμισμα ευτελούς αξίας]

μπαϊράκι (το)
η σημαία, η παντιέρα, το λάβαρο.

Μια λέξη που συχνά αναφέρεται σε δημοτικά και κυρίως κλέφτικα τραγούδια.
Η φράση: “σηκώνω μπαϊράκι” σημαίνει ” διεκδικώ δυναμικά τα δικαιώματά μου”, “εξεγείρομαι”, “στασιάζω”, “επαναστατώ”.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. bayrak].

Μπαϊρακτάρης Δημήτρης (ο)
Διευθυντής Αστυνομίας.
Η δράση του αρχίζει το 1892, όταν η κυβέρνηση Τρικούπη αποφασίζει να δώσει ένα γερό πλήγμα στους κουτσαβάκηδες του Ψυρή και γενικά της Αθήνας.
Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής μιας κουστωδίας επίλεκτων ευζώνων, εισέβαλε στις ταβέρνες και τα καφενεία, συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και στη συνέχεια τους εξευτέλιζε.
Τους συγκέντρωνε στο προαύλιο της αστυνομίας, δίπλα στην πλατεία Κλαυθμώνος, και με την απειλή του βούρδουλα τους ανάγκαζε να σπάσουν τα όπλα τους με σφυρί κι αμόνι.
Όλα τα σπασμένα (μαχαίρια, γιαταγάνια, κάμες, πιστόλια, ρεβόλβερ) πουλιούνταν στο δημοπρατήριο για παλιοσίδερα. Μετά από τα όπλα, εξευτελίζονταν οι άνθρωποι.
Ένας αρχάριος κουρέας τους έκοβε το δεξί μανίκι του σακακιού (μια και αυτό “δεν το χρειάζονταν”, αφού φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι, καθώς έριχναν επάνω τους ανάριχτο το σακάκι), το ζωνάρι και τη μύτη των παπουτσιών τους, τα μουστάκια, και τις αφέλειες. Μετά απ’ αυτό, οι πιο ζόρικοι στέλνονταν στις φυλακές και σε περίπτωση υποτροπής, τιμωρούνταν με το βαρύ βούρδουλα του σκληρού Μπαϊρακτάρη.
Το μαστίγωμα αυτό θεωρούνταν ο έσχατος εξευτελισμός…
Ένα σχετικό δίστιχο:
“Μια ξυλιά με το καμτσίκι,
είν” αιώνιο ρεζιλίκι”
Αλλά και μετά το θάνατό του, οι κουτσαβάκηδες, ίσως λιγότεροι αριθμητικά και με ηπιότερη συμπεριφορά, εξακολούθησαν να υπάρχουν.
Τη δράση του “φωτογραφίζει” το παρακάτω τραγούδι:

“Στην εποχή του Πάγκαλου” (1969)
Στ. – Μουσική: Γ. Μητσάκης
Ερμην.: Γ. Νταλάρας

“Κι ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός δε σήκωνε ζορλίκι
έκοβε απ’ τους μάγκες το ένα το μανίκι…”

μπακαράς (ο)
στην αργκό, είναι είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τραπουλόχαρτα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Με ζουρνάδες και νταούλια” (1934)
Στ,., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Αμπατζή

“πήρα δεκαοχτώ χιλιάδες από τον μπακαρά
να γλεντήσω με ζουρνάδες θέλω μια φορά…”

[ΕΤΥΜ. < γαλλ. baccara].

μπακίρι (το)
1. Ο χαλκός
2. Σκεύη, ιδίως μαγειρικά, κατασκευασμένα από χαλκό (συνήθ. πληθ.)

Η λέξη αναφέρεται συχνά σε δημοτικά τραγούδια.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. bakιr].

μπαλαμούτι (το)
1. Κόλπο, τέχνασμα, απάτη – γενικά – και πιο ειδικά στη χαρτοπαιξία.
2. Ερωτικά χάδια και χειρονομίες

Με την πρώτη έννοια, ακούγεται στο τραγούδι: “Μπαρμπούτι” (1932)
Στίχ.,μουσ.: Τούντας
ερμην.: Ρούκουνας

“… χθες το βράδυ στο μπαρμπούτι
μου τη σκάσαν μπαλαμούτι…»

[ΕΤΥΜ. < παλιό σλαβ. Balamut, ρωσσικ. Balamut].

μπαμπέσης (ο), μπαμπέσα (η),
μπαμπέσικος (ο), μπαμπέσικα (επίρρ.)

ο πονηρός, ο ύπουλος.
Το επίρρημα “μπαμπέσικα”, όπου χρησιμοποιείται, σημαίνει “άτιμα”, “ύπουλα”, ό,τι δηλαδή και η ετυμολογία της λέξης, που είναι το αντίθετο της μπέσας= τιμή.

Ακούγονται στα τραγούδια:
“Φτώχεια μαζί με την τιμή” (1932)
Στ. – μουσ. : Τούντας
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…ξέρω και ρίχνω μπιστολιές
σ΄όποιον μου κάνει μπαμπεσιές…”

και: “Μπαμπέσικα μου τα’ φερες” (1940)
στίχ., μουσ.: Α. Βαμβακάρης
ερμην.: Στ. Κερομύτης – Ι. Γεωργακοπούλου

[ΕΤΥΜ. < από το αλβ. pabese ( εξ ου και το ιταλ. Babbuasso)].

μπανίζω (ρ.)
κοιτάζω με προσοχή και με σημασία, παρατηρώ, προσέχω ιδιαίτερα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το παιχνίδι του Αμερικάνου” (1936)
Στ., μουσ.: Σκαρβέλης
Ερμηνεία: Αμπατζή

“…Μα το κορόιδο μπάνισε,
τον τύλιξα στα ζάρια,
εκεί του τα καθάρισα,
αμάν, όλα του τα δολλάρια…”

[ΕΤΥΜ. < από το μπάνιο. Η συνήθεια μερικών αντρών στο παρελθόν να παρακολουθούν τις γυναίκες που έκαναν μπάνιο με μαγιό, οδήγησε στη σημερινή σημασία.]

μπαξίσι (το)
το φιλοδώρημα που δίνει κάποιος για εξυπηρέτηση.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στης Πόλης το Μεβλά – Χανέ”
Άγνωστου δημιουργού
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…μαζί τους μπήκα στον τεκέ και φούμαρα χασίσι
κι ένα χρυσό πεντόλιρο τους άφησα μπαξίσι…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. bahsis ].

Μπαρμπαριά (η)
Η Αλγερία.

[ΕΤΥΜ. Βέρβεροι ή Μπέρμπεροι οι κάτοικοί της, εξ’ ου και το όνομά της]

μπαρμπουτζής (και μπαρμπουτατζής) (ο)
Αυτός που παίζει μπαρμπούτι, ένα τυχερό παιχνίδι με ζάρια.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μπαρμπουτατζής” (1934)
Στίχ.: Ν. Μάθεσης, μουσ.: Μ. Χρυσαφάκης, ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“…δε θέλω να σε δω
γιατί είσαι μάγκας, χασικλής
και τζογαδόρος μπαρμπουτζής…”

[ΕΤΥΜ.<τουρκ. barbutι].

μπασκίνας (ο)
Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για αστυνομικό.
Λέξη που υπήρχε στα ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας αλλά έγινε γνωστή πιο πολύ στην αργκό των αστικών κέντρων, τα χρόνια του μεσοπολέμου.
Στο τραγούδι του Μάρκου, απαντά στο θηλυκό γένος μάλιστα, «τις μπασκίνες» …

Ακούγεται στο τραγούδι: “Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί” (1935)
Στ. – μουσ. – ερμην. : Βαμβακάρης

“…κι η Λίλιαν η Χάρβεϋ θα διώχνει τις μπασκίνες…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. λέξη, baskιn = ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας]

μπατίρης (ο)
Αυτός που δεν έχει χρήματα, ο αδέκαρος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Για σένα έγινα μπατίρης” (1950)
Στ., μουσ.: Κ. Καπλάνης
Ερμηνεία: Μητσάκης, Μπίνης, Κυριακόπουλος

“…στην αγάπη ήμουν πάντα νοικοκύρης
μα τα έχασα μια μέρα ο κακομοίρης
για τα σένανε έμεινα μπατίρης…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκ: batirmak= βουλιάζω].

μπατιρίζω (ρ.)
Πτωχεύω, ξεπέφτω.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Δέκα φορές μπατίρισα” (1967)
Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Λαύκας

“…δέκα φορές μπατίρισα
τη μια πάνω στην άλλη
και το κορόιδο, φίλε μου,
μυαλό δεν έχω βάλει…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. batirmak = βουλιάζω].

μπαφιάζω
1. Μπουχτίζω. Εξ’ ου και, στην μάγκικη αργκό, η έννοια του «απολαμβάνω ικανοποιητική ποσότητα χασισιού».
2. Αισθάνομαι άσχημα, δυσανασχετώ για ορισμένη κατάσταση ή ενέργεια που συνεχίζεται.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Δροσούλα” (1946)
Στ. – μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Παγιουμτζής

“…μπήκα μόνος μέσα στον τεκέ
να φουμάρω έναν αργιλέ
να φουμάρω, να μπαφιάσω
και τις πίκρες να ξεχάσω…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. baf(a) = βαριά ατμόσφαιρα, δύσπνοια].

Μπαχτσέ Τσιφλίκι,Μπαχτσέ ή Μπαξέ Τσιφλίκ (το)
Περιοχή κοντά στη Θεσσαλονίκη, όπου παραθέριζαν τα καλοκαίρια. Διέθετε πολλές παραθαλάσσιες ταβέρνες.

Από το ομώνυμο τραγούδι: “Μπαχτσέ τσιφλίκι” (1946)
Στ.- μουσ. : Τσιτσάνης.
Ερμην: Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. bahce < περσικ. bagca = κήπος].

μπεγλέρι (το)
το κομπολόι.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μανώλης χασικλής” (1929)
Στ., μουσ. Γ. Δραγάτσης
Ερμηνεία: Κ. Νούρος

“…αν είσαι φίνος μάγκας
πού ν’ τα μπεγλέρια σου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Begleri].

Μπεζεντάκος Μιχάλης (ο)
Τον Αύγουστο του 1931 σε μια σύγκρουση μεταξύ απεργών και αστυνομίας στη Δραπετσώνα , ο αστυφύλακας Γυφτοδημόπουλος τράβηξε το πιστόλι του σκοπεύοντας έναν εργάτη απεργό.
Ο Μπεζεντάκος, μέλος του ΚΚΕ, μαζί με άλλους διαδηλωτές συνεπλάκη με τον αστυνομικό, ο οποίος τελικά σκοτώθηκε. Αν και αρκετοί είχαν εμπλακεί στο επεισόδιο, τελικά ο Μπεζεντάκος συνελήφθη, φυλακίστηκε και ενώ θα περνούσε από δίκη τον Απρίλη του 1932, όπου πιθανότατα θα του επιβαλλόταν η θανατική καταδίκη, δραπέτευσε από τη φυλακή στις 5 Μάρτη, γεγονός που έκανε αίσθηση.

Ακούγεται στο παλιό λαϊκό τραγούδι:”Ο Μπεζεντάκος”
με ερμηνευτή τον Πάνο Τζαβέλλα.

“…Ο Μπεζεντάκος μάς άφησε γεια…”

μπεζεστένι (το)
Αρχικά, μπεζεστένι ήταν η αγορά υφασμάτων.
Επειδή όμως στο μπεζεστένι πωλούνταν εκτός από υφάσματα και άλλα πολύτιμα εισαγόμενα ή και ντόπια εμπορεύματα, όπως κοσμήματα και πολύτιμες πέτρες, μπεζεστένι ήταν και ο χώρος φύλαξης και αποθήκευσης πολύτιμων λίθων και ειδών από κεχριμπάρι ή άλλων σημαντικών εμπορευμάτων.
Έτσι, “μπεζεστένι” σήμαινε και “σκεπασμένη αγορά για προϊόντα αξίας”.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στου μπεζεστένη την αυλή” (1932)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Σ. Γαβαλάς

[ΕΤΥΜ. < περσ. «bez» = βαμβακερό ή λινό ύφασμα και «bezzaz» = έμπορος υφασμάτων. Η λέξη απαντά και στα τουρκικά]

Μπέϊ, Μπέη (ο)
Ο Βισκαϊκός κόλπος [Biskaya Bay] στον Ατλαντικό ωκεανό που σχηματίζεται ανάμεσα στις γαλλικές ακτές της Βρετάνης και στις βόρειες ακτές της Ισπανίας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Θερμαστής”, 1934
Στ., μουσ., ερμην: Γ. Μπάτης.

“…Κάργα ρασκέτα ωχ! και λοστό
τον Μπέη να περάσω
και μες στου Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πα ν’ αράξω…”

μπεκιάρης (ο)
Ο εργένης, ο άγαμος άντρας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μπεκιάρης”, 1949
Στ.: Κ. Κοφινιώτης
Μουσ.: Τζουανάκος
Ερμην:Τζουανάκος.

“… αν μπεκιάρης όποιος ζήσει
τον καημό μου θα γνωρίσει…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. bekar]

μπελαλής (ο)
1. Αυτός που γίνεται αφορμή για φασαρίες, καυγάδες, αντεγκλήσεις.
2. Ο ζόρικος, ο δύστροπος.

Ακούγεται στο τραγούδι της ανώνυμης δημιουργίας : “Νέοι χασικλήδες” που πρωτοηχογραφήθηκε το 1928, με τον Πωλ (Λεοπ. Γαδ)

“…έμαθα πως είσαι μάγκας
είσαι και μπελαλής
έρχεσαι και στους τεκέδες…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκ. Belali].

μπελεντέρι, μπιλεντέρι, μπιραντέρι, μπελαδέρι, μπελαντέρι (το)
ο αδελφός.
Πρόκειται για την τουρκική λέξη “birader”.
[με αντικατάσταση του συμφώνου “ρο” από το “λάμδα”,
φαινόμενο γνωστό όχι μόνο από την υιοθέτηση ξένων γλωσσικών δανείων, αλλά και από ανάλογα φαινόμενα παράλληλης χρήσης των συμφώνων αυτών και σε ελληνικές λέξεις, π.χ.: αδελφός, αλλά και αδερφός].

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μπελεντέρια” (1934)
Στ. , μουσ.: Περιστέρης
Ερμηνεία: Ζ. Κασιμάτης

“…ίσα, ρε σεις, μπελεντέρια,
το λουλά πιάστε στα χέρια…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. birader = αδελφός]

μπέμπελη (η)
Η ιλαρά.
Βγάζω την μπέμπελη σημαίνει «ζεσταίνομαι υπερβολικά», «σκάω από τη ζέστη».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα” (1951)
Στ.: Σακελλάριου
Μουσ.: Γιαννακόπουλου
Ερμην.: Μπέλλου, Μπίνης, Τατασσόπουλος

“…απόψε που την έβγαλα την μπέμπελη
γουστάρω νύχτα δροσερή…”

[ΕΤΥΜ. < σλαβ. pepel = στάχτη].

μπέμπης (ο)
στην αργκό, ο αργιλές.

Από το ανέκδοτο τραγούδι του Β. Παπάζογλου
“Ο μάγκας και η Μαριώ” (1933)

“…πάρε, Μαριώ, τον μπέμπη μας,
πάρε και το μονοπάτι
κι έλα μια μέρα να με βρεις
στου τάφου μου τα βάθη…”

μπενετάδες (οι)
Το αποχαιρετιστήριο γεύμα ή ποτό που παραθέτει, λίγο πριν από την αναχώρησή του, αυτός που πρόκειται να ξενιτευτεί.

Μπενετάδες ονομάστηκαν όμως και τα γλέντια που γίνονταν κατά την αίσια επιστροφή, όπως στο τραγούδι “Νησιώτισσα” (1952)

Στίχ, μουσ.: Φώτη Πούλου
Ερμην.: Ι. Γεωργακοπούλου – Γ. Τατασόπουλος – Ν. Βούλγαρης.

“…ο Νικολός εγύρισε μες στο μικρό νησί
αχ, μικρή νησιώτισσα, θα δώσει μπενετάδες…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. “benedetto” “ευλογημένος”]

Μπενίτο (ο)
Ο Μουσολίνι, πρωθυπουργός της Ιταλίας, ιδρυτής του φασισμού.
Το 1919 ίδρυσε τον Ιταλικό Σύνδεσμο Μάχης, Fascio Italiano di Combattimento, (όπου το fascio προέρχεται από τις λατινικές fasces, δέσμες ράβδων με έναν πέλεκυ στη μέση, τις οποίες έφεραν ραβδούχοι προπορευόμενοι των αξιωματούχων της αρχαίας Ρώμης ως σύμβολα εξουσίας και δύναμης). Από αυτή τη λέξη προέρχεται ο όρος φασισμός.
Το 1921 εξελέγη βουλευτής και ονόμασε τις ομάδες των φασιστών του Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Οι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «μελανοχίτωνες», από τα μαύρα πουκάμισά τους, είχαν εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας σε ολόκληρη τη χώρα κατά των πολιτικών αντιπάλων τους. Το 1922 σχημάτισε κυβέρνηση και αμέσως έθεσε σε ενέργεια το μηχανισμό της πλήρους φασιστικοποίησης του πολιτικού καθεστώτος της χώρας. Στυγνός δικτάτορας πλέον, δεν άργησε να καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και να φιμώσει με βίαια μέσα κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Έγινε ο Ντούτσε, ο Ηγέτης. Το 1936 επιτέθηκε αναίτια εναντίον της Αιθιοπίας, συγκρότησε συμμαχία με τη χιτλερική Γερμανία, τον Άξονα, και έσπευσαν από κοινού να προσφέρουν άφθονη στρατιωτική βοήθεια στον επίσης φασίστα στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο που είχε στασιάσει κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας προκαλώντας τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-39).
Το 1940 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το όνειρο του Μπενίτο” (1940)
Στ., μουσ.: Σπ. Περιστέρης
Ερμην.: Βαμβακάρης, Χατζηχρήστος

Μπεξινάρι, Μπεχ Τσινάρ (το)
Ονομαζόταν παλιότερα η περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου σήμερα βρίσκονται τα Σφαγεία, μέσα στο λιμάνι της πόλης. Κατά λέξη, «πλατανόκηπος».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μπαξέ τσιφλίκι” (1946)
Στίχ. μουσ.: Τσιτσάνης,
ερμην.: Τσιτσάνης, Παγιουμτζής

“…κι από ‘κει στο Μπεξινάρι
σε φίνο ακρογιάλι…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκ. Bes = πέντε, cinar = πλατάνι].

μπερεκέτι (το), μπερεκέτια (πληθ.)
Αφθονία αγαθών, πλούτος.
Επίσης, «γονιμότητα» και μεταφορικά «ευλογία».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το λεξικό του μάγκα” (1932)
στίχ,. μουσ., ερμην.,: Π. Κυριακός

“…λέω τον πλούτο μπερεκέτι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. λ. bereket = αφθονία, ευλογία]

μπερμπάντης (ο)
ο γλεντζές, ο άστατος, ο γυναικάς.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Κάντονε, Σταύρο, κάντονε” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…τζούρα δώσε του Μπάτη μας
του μόρτη του μπερμπάντη μας…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. birbante = απατεώνας].

μπέσα (η)
Λόγος τιμής, εμπιστοσύνη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η μπαμπέσα”
Στίχ., μουσ.: Β. Παπάζογλου,
ερμην.: Ρ. Εσκενάζυ

“…Σ΄αγάπαγα και έλεγα πως είχες λίγη μπέσα
μα συ μου την κοπάναγες γιατ΄ήσουνα μπαμπέσα…”

[ΕΤΥΜ. < αλβαν. Bese].

μπεσαλής (ο), μπεσαλίδικος (ο)
Αυτός που κρατά το λόγο του, ο ντόμπρος, ο έμπιστος, ο τίμιος.

μπέτης (ο)
το στήθος, το στέρνο.
Κατ’ επέκταση, καρδιά, ψυχή.

Ακούγεται σε αρκετά παραδοσιακά τραγούδια.
Στην παρακάτω κρητική μαντινάδα π.χ. που ερμηνεύει ο Ψαραντώνης.

“…Έγιν’ ο μπέτης σου γυαλί
και φάνηκε η καρδιά σου
και δείχνει αγάπη ψεύτικη
κρίμα την ομορφιά σου…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. petto= στήθος, καρδιά]

Μπιρ Αλλάχ
Ένας ο Αλλάχ.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μπιρ Αλλάχ ή Σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί”

“…όταν ακούω μπιρ Αλλάχ..”

[ΕΤΥΜ. < τουρκική bir= ένας]

μπιτιρίνι (το)
Το στήσιμο τυχερών παιχνιδιών, η μπαρμπουτιέρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το μπαρμπούτι” (1933)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Ρούκουνας

“…χθες το βράδυ στο μπαρμπούτι
άιντε μου τη σκάσαν μπαλαμούτι…
άιντε στ’ Αργυρού το μπιτιρίνι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ.: bitirim yatagi: στέκι, καταγώγιο, χαμαιτυπείο
bitirimci: μπαρμπουτιέρης
bitirim: μάγκας, αλητάκι, τσακάλι, καταπληκτικός, περίφημος]

μπλόκο (το)
1. Αποκλεισμός ενός χώρου με την τοποθέτηση εμποδίων, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτόν ή επικοινωνίας με αυτόν
2. Κλείσιμο δρόμου από στρατιωτικές ή αστυνομικές δυνάμεις, για τον έλεγχο όσων περνούν και τη σύλληψη καταζητουμένων.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το μπλόκο της Καισαριανής” (1977)
στίχ.: Ν. Περγιάλης, μουσ.: Μ. Θεοδωράκης
ερμην.: Χ. Αλεξίου

“…ποιόν να τραγουδήσω πρώτονε
στο μπλόκο στην Καισαριανή…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. blocco].

μποέμης (ο), μποέμισσα (η)
Αυτός/ή που ζει ανέμελα, χωρίς να νοιάζεται για τις κοινωνικές συμβατικότητες ή που δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στα γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω του/της. Συναντιέται σε 15 τίτλους και σε αρκετούς στίχους λαϊκών τραγουδιών.

Π.χ., στο τραγούδι: “Αθηναίισσα (1946)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Στ. Περπινιάδης

“στη ματιά σου κάτι έχεις,
καλέ μποέμισσα…”

[ΕΤΥΜ. < γαλλ. boheme].

μπουγιουρντί (το)
Επίσημο έγγραφο, αλλά και διαταγή με δυσάρεστο, συνήθως, περιεχόμενο.
Η αρχική σημασία της λέξης είναι «έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μικρός αρραβωνιάστηκα” (1937)
Στ., μουσ, ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…επήρα τη γυναίκα μου,
παίρνω το μπουγιουρντί μου…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. buyrultu = διαταγή <buyurmak = διατάζω]

μπουζουριάζω (ρ.)
συλλαμβάνω και φυλακίζω.
Επίσης: τρώγω, καταβροχθίζω, εξαφανίζω, σκοτώνω, αρπάζω, καθηλώνω, σκοτώνω.

Από το τραγούδι:
“Ο Ισοβίτης” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…με τη ραδιουργία σου
μπουζούριασα το χύτη…”

μπουζουριέρα (η)
Ό,τι χρησιμεύει ως προκάλυψη, προπέτασμα, «ασπίδα» (π.χ. μια εφημερίδα, ένα μαντίλι, μια καμπαρντίνα, ένα σεντόνι κλπ), προκειμένου να καλυφθεί κάποια επιλήψιμη ενέργεια.

Ακούγεται στο τραγούδι του Μπάτη «Βάρκα μου μπογιατισμένη» (1934)

«Κι ένας μάγκας βρε παραπέρα
μα κρατάει μπουζουριέρα» 

μπουκάρω (ρ.)
Μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθως προκαλώντας κάποια ανωμαλία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σούρα και μαστούρα” (1936)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Α. Δελιάς

“…όταν μπουκάρω στον τεκέ
το ναργιλέ τσακώνω…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. boccare < bocca = στόμα, είσοδος λιμανιού]

μπουλασιλίκι (το)
ο θυμός, η οργή.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Συνάχης” (1934)
Στ – μουσ. – ερμην. : Βαμβακάρης

“…ασ’ το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το συνάχι…”

[ΕΤΥΜ. < bulaskan = καυγατζής, εριστικός]

μπουλμπούλ (το)
το αηδόνι.
Ακούγεται σε παραδοσιακά τραγούδια και αμανέδες.
Αποτέλεσε επίσης προσφώνηση του Αγάπιου Τομπούλη.

[ΕΤΥΜ. <τουρκική λέξη: Bόlbόl = αηδόνι].

Μπουρδούσενα (η)
Η λέξη παραπέμπει σε γυναίκες των πορνείων και των χασισοποτείων του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου.
Στην εφημερίδα “Ακρόπολις” 4/12/1889, υπάρχει η λαϊκή έκφραση “Ζω ως μπουρδούσης”, ζω δηλαδή σαν άσωτος.
Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο, η Μπουρδούσενα ζούσε το 1925 σε μια παράγκα στα Βούρλα. Μάλλον ο άντρας της είχε τεκέ εκεί.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Όπου δεις δυο κυπαρίσσια”,
τραγούδι το οποίο περιέχει 6 δίστιχα νοηματικά άσχετα μεταξύ τους και ηχογραφήθηκε το 1922 στις ΗΠΑ με τη Μ. Παπαγκίκα.

“…Μπουρδούσενα ψήσε καφέ
βάλε φωτιά στον αργιλέ…”

Μπουρνάμπασι (το)
Περιοχή έντεκα χιλιόμετρα Β.Α. της Σμύρνης.
Από τους χίλιους κατοίκους της πριν το μικρασιατικό ξεριζωμό, οι οκτακόσιοι ήταν Έλληνες.
Πρέπει να υπήρχαν πηγές, τρεχούμενα νερά στην περιοχή, από εκεί και η ονομασία της.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σμύρνη με τα περίχωρα” (1930)
Στ., μουσ. : Παντελίδης
Ερμην. : Γ. Μυττάκη

“…Μπουνάρμπασι με τις δροσιές…”

Μπουρνόβας (ο)
Η Πρινόβαλις των Βυζαντινών, προάστιο της Σμύρνης, στα Β.Α.
Στο προάστιο αυτό έμεναν οι εύπορες οικογένειες της Σμύρνης αλλά ήταν και η συνοικία των ξένων ιδίως των Άγγλων κατοίκων της πόλης.

Ακούγεται στα τραγούδια: “Παποράκι του Μπουρνόβα”, παραδοσιακό, και
“Μπουρνοβαλιά”, των Γκάτσου – Ξαρχάκου (1983)

[ΕΤΥΜ. Η ονομασία του προέρχεται από τις Τουρκικές λέξεις “burun” και “ova” πού σημαίνουν το “άκρο, (μύτη), της πεδιάδας”].

Μπουτζάς (ο)
Πλούσιο προάστιο και δημοφιλής τόπος διακοπών, 9 χλμ Ν.Α. της Σμύρνης .
Σε ανάμνηση αυτής της περιοχής δημιουργήθηκε ο Ν. Βουτζάς, ανάμεσα στη Ραφήνα και τη Νέα Μάκρη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σμύρνη με τα περίχωρα” (1930)
Στ., μουσ. : Παντελίδης
Ερμην. : Γ. Μυττάκη

“…Μπουτζά, Μπουρνόβα, Κορδελιό,
με τ’ άνθη στολισμένα…”

Μποχώρης (ο)
Ο Μποχώρης (παραφθορά του εβραϊκού ονόματος Μποχώρ) παρουσιάζεται σαν ένας αγαθός άνθρωπος που έπεσε θύμα μικροαπατεώνων λόγω της αφέλειάς του.
Συγκεκριμένα, σε περιστατικό που συνέβη περίπου το 1880, σε πλοίο της γραμμής Σμύρνης – Μπουρνόβα [είτε, κατ’ άλλη εκδοχή, Κωνσταντινούπολης – Πειραιά] μια ομάδα μικροαπατεώνων από αυτές που συστηματικά λυμαίνονται τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, «στήνουν μηχανή» στον αφελή Εβραίο συνταξιδιώτη τους Μποχώρη και του παίρνουν στα ζάρια [ή με άλλο τρόπο] τα λεφτά του, το ζουνάρι, ακόμα και τη γυναίκα του.
[Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (λεξικό Ελευθερουδάκη) το γεγονός αυτό συνέβη στην Καβάλα, με θύμα έναν Εβραίο νταβατζή].
Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, ο Μποχώρης παρουσιάζεται σαν ένας αφελής άνθρωπος που πέφτει θύμα, λόγω ακριβώς αυτής της αφέλειάς του.

Ακούγεται στο παραδοσιακό μικρασιάτικο “Το Μποχώρι” (1926),
με ερμηνευτή το Γ. Βιδάλη.

“…του καημένου του Μποχώρη
του τη σκάσαν στο βαπόρι…”

[ΕΤΥΜ. < bohor = πρωτότοκος, εβραϊκή λέξη. Το όνομα αυτούσιο ή παραλλαγμένο (π.χ. Μπεραχά) συναντάται στις εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα].

μυτιά (η)
η εισπνοή ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη, καθώς και η αντίστοιχη ποσότητα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο πόνος του Πρεζάκια” (1936)
στ., μουσ., ερμην.: Δελιάς

“απ΄τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε σιγά σιγά να λιώνει…”

ναργιλές (ή αργιλές) (ο)
Είδος ανατολίτικης συσκευής καπνίσματος, που αποτελείται από μακρύ κι ευλύγιστο σωλήνα (το μαρκούτσι), ο οποίος συνδέεται με φιάλη νερού από μικρό πήλινο δοχείο (το λουλά), στον οποίο καίγεται ένα είδος καπνού (τουμπεκί), που διέρχεται πρώτα από τη φιάλη του νερού, για να ψυχθεί και να φιλτραριστεί και κατόπιν διοχετεύεται δια μέσου του σωλήνα στο στόμα του καπνιστή.

«Ο αργιλές να τρίζει» ο αργιλές που έχει πολύ και εκλεκτό χασίσι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Παραπονιούνται οι μάγκες μας” (1936)
Στίχ., μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμην.: Καλυβόπουλος

“…έλα, βρε μάγκα μου, να πιεις
από τον αργιλέ μας
που έχουμε Πολίτικο
μαυράκι στον τεκέ μας…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Nargile < περσικ. Nargila < nargil = ινδική καρύδα από την οποία παρασκευάζονταν δοχεία].

νεφέσι (το)
1. Κυριολεκτικά, η αναπνοή, το χνώτο.
2. Επίσης, η εισπνοή, η ρουφηξιά.
3. Κατ’ επέκταση, η ευχαρίστηση που δημιουργεί η ρουφηξιά τσιγάρου με χασίς.
[Σύμφωνα με «Το λεξικό της Ντάγκλας» του Λεωνίδα Χρηστάκη και του Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Όπερα 1995]

Ακούγεται στο τραγούδι της ανώνυμης δημιουργίας
“Στους απάνω μαχαλάδες” (1921)
Ερμηνεία: Γ. Βιδάλης

“…Ο λουλάς και το νεφέσι
μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. nefes < αραβικό nafas ]

νίλα (η)
η καταστροφή, η ζημιά, η αποτυχία σε διαγωνισμό ή συναγωνισμό, η συμφορά, η πανωλεθρία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μας φέρθηκες μπαμπέσικα” (1941)
Στ.: Δημ. Σέμσης,μουσ.: Γιώργος Παπασιδέρης.
Ερμην.: Γ. Παπασιδέρης.

“…τι στραπάτσο και τι νίλα
σου κατάφερε η αρβύλα…”

[ΕΤΥΜ. Άγνωστης ετυμολογίας η λέξη.
(Πιθανολογείται πως προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη: νίλα < λατ. nilum =τίποτε, ασήμαντο, χωρίς αξία)].

νισάφι (επιφών.)
αρκετά, φτάνει, αμάν.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τα βάσανα της πλύστρας” (1936)
Στ., μουσ.: Δ. Σέμσης
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…δεν αντέχω πια, νισάφι,
θα με φάει αυτή η σκάφη…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. insaf, με διαχωρισμό του συμφωνικού συμπλέγματος].

ΝRA “Εν-αρ-ε”, [National Industriavery Act (NIRA, για την ακρίβεια)]
Πρόκειται για μια σειρά μέτρων κοινωνικής πρόνοιας που υιοθετήθηκαν μετά το κραχ του 1929, πιο συγκεκριμένα για ένα κουπόνι παροχής οικιακού εξοπλισμού, στο πρόγραμμα ανάκαμψης της οικονομίας μετά την κρίση του 1928-1932.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Εργάτης τιμημένος” (1935)
Στίχ., μουσ.: Τούντας
ερμην.: Δούσας

“…τώρα με το εν-αρ-ε,
θα σου πάρω καναπέ…”

νταβατζής (ο)
ο εκμεταλλευτής κοινών γυναικών, ο «προστάτης».

Από το τραγούδι:
“Η Κούλα” (1932)
Στ., μουσ.: Καρίπης
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…χτες σε είδα μεθυσμένη
μ΄έναν νταβατζή μπλεγμένη…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. davacι = συνήγορος < dava = δίκη].

νταγερές” ή “νταϊρές” (ο)
το ντέφι.

Ακούγεται στο τραγούδι “Βάρα νταγερέ” (1973)
των Λ. Παπαδόπουλου – Απ. Καλδάρα, με τη Χ. Αλεξίου

[< daire, λέξη αραβικής αρχικά προέλευσης και τουρκικής μετά.]

νταγιαντίζω (και νταγιαντώ) (ρ.)
Υπομένω, αντέχω.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Έχω μεράκι, έχω νταλγκά” (1928)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Αντ. Διαμαντίδης – Νταλγκάς

“…έχω μεράκι, έχω νταλγκά,
κανένας δεν τον νταγιαντά…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Dayand, από το ρ. dayan= στηρίζομαι, αντιστέκομαι].

νταής (ο)
ο γενναίος, το παληκάρι, ο τολμηρός, ο προκλητικός.

νταηλίκι (το)
η παληκαριά, το ζοριλίκι.
Λέγεται και ειρωνικά, με την έννοια του ψευτοπαλληκαρά, του κουτσαβάκη.

νταηλίζω (ρ.)
κάνω τον νταή.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Κορόιδο” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“… Πόσες κλωτσιές έχεις να φας
που πάντα νταηλίζεις…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. dayi].

νταλκάς (και νταλγκάς) (ο)
νταλκαδάκι (και νταλγκαδάκι) (το)

ο πόθος, η επιθυμία, ο σεβντάς, ο πόνος.

Ακούγεται σε αρκετά τραγούδια, όπως στο: “Έχω μεράκι, έχω νταλγκά” (1928)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Αντ. Διαμαντίδης – Νταλγκάς

[i]”…έχω μεράκι, έχω νταλγκά,
κανένας δεν τον νταγιαντά…”/i]

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. dalga = κύμα].

νταμίρα (η)
είναι μια ακόμα ονομασία για το χασίς

Ακούγεται στο τραγούδι: “Κουβέντα με το Χάρο” (1935)
Στ. – Μουσ. Τούντας
Ερμην.: Ρούκουνας

“…πες μας, βρε Χάρε, να χαρείς: Τι κάνουνε τ’ αλάνια;
Βρίσκουν νταμίρα , έχουν λουλά, ή κάθουνται χαρμάνια;…”

νταραβέρι (το)
Οποιαδήποτε συναλλαγή, εμπορική σχέση, δοσοληψία., κοινωνική σχέση ή σχέση οικειότητας.
Επίσης, ο θόρυβος, η αναστάτωση, ο διαπληκτισμός.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Απονιά θα πει γυναίκα” (1954)
Στίχ.: Χρ. Γιαννακόπουλος, μουσ.: Μ. Σουγιούλ
ερμην.: Τρίο Κιτάρα

“…το νταραβέρι της πάντα να γίνεται…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. dare – avere = δούναι – λαβείν].

νταρντάνα (η)
η ψηλή, η εύσωμη και ωραία γυναίκα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είσαι φάντης” (1936)
Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
Ερμηνεία: Αμπατζή

“…και πώς με εκατήντησες
κοπέλα σαν νταρντάνα…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. tartana = πλατύ φορτηγό καράβι, μεγαλόσωμη γυναίκα].

Ντεπώ ή Ντεπό (το)
Περιοχή στην ανατολική Θεσσαλονίκη.
Παλιότερα, είχε τους μεγαλύτερους μύλους των Βαλκανίων και ονομαστές ταβέρνες, όπως τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα», γνωστή και από το «Μπαξέ τσιφλίκι» του Τσιτσάνη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Ασυρματιστής” (1938).
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης.
Ερμην :Τσιτσάνης, Περδικόπουλος.

“… μα πήρα τον ασύρματο και έγινα προφήτης.
στον ώμο τον φορτώνομαι και στο Ντεπώ πηγαίνω…”

[ΕΤΥΜ. < γαλλικ. d&#233;p&#244;t η αποθήκη].

ντερμπεντέρης (ο) ντερμπεντέρισσα (η)
ο λεβέντης, ο ανοικτόκαρδος, άνθρωπος που διασκεδάζει χωρίς να νοιάζεται για το μέλλον, ο κουβαρδάς.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ταταυλιανή τσαχπίνα” (1929)
Άγνωστων δημιουργών, που ερμήνευσε ο Αν. Νταλγκάς.

“…ντερμπεντέρισσα μελαχρινή
μου΄χεις κάψει την καρδιά μου
και δεν βρίσκω τη γιατρειά μου…”

[ΕΤΥΜ. < από την τούρκικη λέξη “derbeder” που σημαίνει αλήτης, τυχοδιώκτης].

ντερτιλής (ο)
Αυτός που έχει ντέρτι, πόνο, καημό.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Παραμυθάκι μου”
Στίχ.: Λ. Παπαδόπουλος
Μουσ.: Μάνος Λοΐζος
Ερμην.: : Γιάννης Καλατζής

“…σου ‘παν πως είμαι μπελαλής
άντρας βαρύς και ντερτιλής…”

[τουρκ. dertili < derti = βασανισμένος].

ντερτσάκι, τερτσάκι (το)
Η τρίτη φωνή.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μια συννεφιασμένη νύχτα”
Στ., μουσ.: Ροβερτάκης
Ερμηνεία: Παγιουμτζής

“…ήτανε και ο Στελάκης
το ντερτσάκι το γλυκό
ήτανε και ο Μητσάκης…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. τerzo = τρίτος].

ντιντής (ο)
1. Ο καλοαναθρεμμένος νέος της καλής κοινωνίας, με το προσεγμένο ντύσιμο, σε αντιδιαστολή με το μάγκα ή το εργατόπαιδο, ο κομψευόμενος μεγαλοαστός.
Αλλά, και ο άνδρας ο μαλθακός, ο χωρίς έκδηλο ανδρισμό.
2. Σύμφωνα με το “Λεξικό της Πιάτσας’ του Ζάχου (εκδόσεις Κάκτος)
ντιντής, ( κοροϊδευτικά) είναι άτομο λεπτεπίλεπτο και αναθρεμμένο κατά το δυτικοαστικό τρόπο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Θέλω άντρα ν’ αγαπάει” (1949)
Στίχ.: Ρούτσος, μουσ. Μ. Χιώτης
ερμην.: Χασκήλ – Μπίνης – Χιώτης

“…να μου λείπουν οι ντιντήδες οι μοντέρνοι,
θέλω άντρα ν’ αγαπάει και να δέρνει…”

[ΕΤΥΜ.: Ο Ζάχος Ε. πιστεύει ότι προήλθε ο όρος από το Ντίντης ή Ντιντής, χαϊδευτικό του Δημήτρη, στην επτανησιακή διάλεκτο, κι από το κύμα Επτανησίων που είχε έρθει τον περασμένο αιώνα να ενισχύσει την αθηναϊκή αριστοκρατία και να την επηρεάσει σοβαρά με την ιταλοευρωπαϊκή, ψευτοαστική, συμπεριφορά και γλώσσα του.
Άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι είναι υποκοριστικό του Κων/νου, ίσως ενός κομψευόμενου μεγαλοαστού που με την εμφάνιση και τους τρόπους του έγινε πρότυπο μίμησης και για άλλους της τάξης του και συνετέλεσε στην ονοματοδοσία αυτής της κατηγορίας ανδρών].

ντιστεγκές (ο)
Ο διακεκριμένος,ο εκλεκτός, ο κομψευόμενος, ο έχων επιτηδευμένα λεπτούς τρόπους.

Ακούγεται στο τραγούδι «Ο Υμνούμενος» (1929) με τον Π. Κυριακό:

«…Ναυπλιώτης ντιστεγκές…”

επίσης, στις “Μπιτζιάμες” (1934) με τον Κατσαρό:

“..γιατί βγαίνουν κάτι νέοι που κάνουνε τον ντιστινγκέ
και δεν έχουνε δεκάρα για να πιουν έναν καφέ…”

[ΕΤΥΜ.<γαλλ. Distingue< λατ. Distinguo=διακρίνω]

ντορβάς (και τορβάς) (ο)
1. ταγάρι από καραβόπανο, στο οποίο έβαζαν τροφή και το κρέμαγαν στα άλογα, μέσα από τη μουσούδα τους.
2. Σακκίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά τροφίμων στην εργασία ή κατά τη διάρκεια της πεζοπορία, ταγάρι.

βάζω το κεφάλι μου στον τορβά
βάζω σε κίνδυνο τη ζωή μου, παίζω τη ζωή μου κορώνα – γράμματα, διακινδυνεύω.

Ακούγεται στο τραγούδι “Ο Λαθρέμπορας” (1934)
Στίχ., μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμην.: Περπινιάδης

«…και το κακό κεφάλι σου
μες στον τορβά να βάζεις…»

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. torba < περσ. Tobra]

ντόρτια (τα)
Φέρνουμε “ντόρτια”, όταν δείχνουν και τα δυο ζάρια τον αριθμό τέσσερα στο τάβλι.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Ο Κουμαρτζής” (1939)
Ερμην.: Πιπεράκης (Χαριλ. Κρητικός)

“…ντόρτια και ντούσες έρχονται
τρομάρα μου και χάνω τα λεφτά μου…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. dort = τέσσερα (από τα περσ.) ]

ντουζένι (το), ντουζένια (τα)
1. Τάξη, αρμονία.
2. Σαν φράση, “είμαι στα ντουζένια” σημαίνει “έχω κέφια”.
3. Για το μπουζούκι π.χ. η φράση “είναι στο ντουζένι”, έχει την έννοια “είναι καλά κουρδισμένο”.
(Ντουζένι έλεγε ο Μάρκος το κούρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, το έλεγε και “ευρωπαϊκό” και μ΄αυτό το κούρδισμα παίζονται όλοι οι δρόμοι, ενώ “Καραντουζένι” έλεγε το ΣΟΛ-ΛΑ-ΡΕ).
4. Με την έννοια ντουζένι αναφερόμαστε σε όλα τα πιθανά κουρδίσματα των χορδόφωνων με τρείς χορδές (δηλαδή το κανονάκι π.χ. δεν έχει κούρδισμα σε ντουζένι). Έτσι, το καραντουζένι είναι ένας από πολλούς τρόπους κουρδίσματος σαζοειδών οργάνων.
Συνήθως οι δύο πρίμες νότες είναι σε απόσταση τέταρτης και η τρίτη (η μπουργκάνα) μπορεί να είναι οποιοσδήποτε σχεδόν φθόγγος της οκτάβας. Ήταν συνηθισμένο κατά τη διάρκεια του παιξίματος και ανάλογα με το κομμάτι που θα ακολουθούσε, να αλλάζει συχνά το κούρδισμα της μπουργκάνας, άρα και το ντουζένι.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. λέξη ” d&#252;zen” που σημαίνει ”κανόνας”, “αρμονία”, “οργάνωση”. “κανονικότητα”, ‘ακόρντο”, “συμφωνία”].

ντουμάνι (το)
ο πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Εφουμέρναμε ένα βράδυ” (1932)
Στ. – μουσ. – ερμ.: Βαμβακάρης

“…κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι
και μας βρίσκουνε ντουμάνι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Duman = καπνός, γεμάτο καπνό].

ντουμπλάρω (ρ.)
1. Καλύπτω την επιφάνεια ενός μετάλλου με άλλο πολυτιμότερο ή ανθεκτικότερο ή εσωτερικά ένα συνήθως λεπτό ή διαφανές ύφασμα με άλλο χοντρότερο (φοδράρω).
2. Διπλασιάζω
3. Αντικαθιστώ.

ντουμπλέ (το)
η κάλυψη, η επένδυση.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Εγώ θέλω πριγκηπέσα” (1936)

Στ., μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμην.: Καλυβόπουλος

“…κάθε είδους αργιλέ
με διαμάντια όλο ντουμπλέ…”

[ΕΤΥΜ. <γαλ. doubler = διπλασιάζω < λατιν. duplus = διπλός, διπλάσιος].

ντουμπλέδες (οι)
οι διπλοί λουλάδες, ίσως για άμεση αντικατάσταση μετά τη χρήση.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε” (1936)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης, Περδικόπουλος
Ερμηνεία: Γ. Μηττάκη

“…τον τεκετζή εδιάταζαν
τις λουλαδιές ντουμπλέδες…”

[ΕΤΥΜ. <γαλ. doubler = διπλασιάζω < dublus, λατιν. = διπλός, διπλάσιος.]

ντούρος, -α, -ο
ο σκληρός, ο αλύγιστος, ο στητός, ο άκαμπτος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Η Λιλή η σκανταλιάρα” (1932)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…Δεν με μέλλει εμένα αν εισ΄αλάνης απ΄τον Κοπανά
και τον ντούρο, βρε μάγκα, μη μου κάνεις…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. Duro < λατιν. Durus].

ντούσες (οι)
διπλά, δυάρες.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Ο Κουμαρτζής” (1939)
Ερμην.: Πιπεράκης (Χαριλ. Κρητικός)

“…ντόρτια και ντούσες έρχονται
τρομάρα μου και χάνω τα λεφτά μου…”

[ΕΤΥΜ. <από το deuce]

Ξαβέρι (το)
Η ακτή του Αλκίμου προς τον Κωφό λιμένα του Πειραιά.

Από το τραγούδι : “Ξαβεριώτισσα” (1938)
Στ., μουσ. : Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Ερμην. : Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

[ΕΤΥΜ. <Από το όνομα του Ιταλού ναυπηγού Ξαβερίου Στέλλα που είχε στην περιοχή αυτή ναυπηγείο καϊκιών]

ξέμαγκας (ο)
Αυτός που αποφασίζει να αφήσει την ανέμελη ζωή και να ζήσει προγραμματισμένα.

Ακούγεται στο ομώνυμο τραγούδι: “Ο ξέμαγκας” (1935)
στίχ., μουσ.: Β. Παπάζογλου
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

ξεφτέρια (τα)
τα εξαπτέρυγα

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Μάρκος ο πολυτεχνίτης” (1937)
Στ., μουσ.: Βαμβακάρης
Ερμηνεία: Βαμβακάρης, Καρίβαλη

“…μόνο που δεν κουβάλησα
του Αγιωργιού ξεφτέρια…”

[ΕΤΥΜ. < εξ + πτέρυξ]

οντάς (ο)
το δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μεσ’ στον οντά ενός πασά” (1946)
Στίχ. Μάτσας, μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Βαμβακάρης – Τσαουσάκης – Τσιτσάνης

“… μες στον οντά ενός Πασά
ζει η νεράιδα η Σεχραζάτ…” 

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. oda].

οντουλάρω (ρ.)
κατσαρώνω τα μαλλιά, τους δίνω τεχνητό κυματιστό σχήμα, τα σγουρώνω.

Ακούγεται στο τραγούδι ” Η αριστοκράτισσα” (1937)
στίχ.: Πετροπουλέας, μουσ.: Δ. Σέμσης
ερμην.: Σ. Πασσαλάρη

“…τα μαύρα τα μαλλάκια σου
πηγαίνεις κι οντουλάρεις…”

και οντουλασιόν (η)
το κατσάρωμα των μαλλιών.

[ΕΤΥΜ. <γαλλ. onduler = κυματίζω < λατιν. undulare < unda = κύμα]

παγανιά (η)
η καταδίωξη, η ανίχνευση, η σύλληψη ανθρώπου ή ζώου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο χάρος βγήκε παγανιά”
Στ.: Μ. Ελευθερίου
Μουσ.: Δ. Μούτσης
Ερμηνεία: Δ. Μητροπάνος

“…Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά
μεσ’ στη δική μου γειτονιά…”

[ΕΤΥΜ. < μσν. παγανέα < παγάνα < λατιν. paganus = χωρικός].

παγκανότα (μπανκανότα και μπαγκανότα) (η) 
Το τραπεζογραμμάτιο, η χάρτινη τουρκική λίρα, τα λεφτά, το παραδάκι.

Ακούγεται στο παλιό σμυρνέικο: ” Μη μου χαλάς τα γούστα μου” (1926)
σε ερμηνεία Νταλγκά.

“… άντε, σύρε στη δουλειά σου
παγκανότες δεν μασάς…»

[ΕΤΥΜ. <γαλλ. banque-note]

Παλιά Στρατώνα (η)
Πολυτραγουδισμένη και πολυσυζητημένη φυλακή, στην οδό Άρεως, δίπλα από την πύλη Αδριανού, στο Μοναστηράκι.
Κατασκευάστηκε αρχικά για να στεγάσει το διοικητήριο της Αθήνας.
Μετέπειτα, λειτούργησε ως στρατώνας και στέγαζε βαυαρικές στρατιωτικές μονάδες, την εποχή του βασιλιά Όθωνα.
Στη συνέχεια, με το Βασιλικό Διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1887, λειτούργησαν εκεί οι Επανορθωτικές Φυλακές Αθηνών, οι περίφημες Φυλακές της “Παλιάς Στρατώνας”.
Έμεινε στην ιστορία ως η πιο “φρικτή ίσως φυλακή του πολιτισμένου κόσμου”. Πολλά τραγούδια γράφτηκαν γι’ αυτήν, όπως:
«Παλιά Στρατώνα» (1929, Γ. Βιτάλη με Κυριακό-Παντοπούλου),
«Παλιά Στρατώνα» (1929, των Ζάττα-Καραβία, με Γ. Ιωαννίδη-Κουρούκλη-Καρνέρη
τα οποία εξιστόρησαν τη φρίκη, μέσα στην οποία έζησαν στα κελιά της οι κρατούμενοι, πολλοί από τους οποίους άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, αν και δεν ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο.
Ως φυλακή παρέμεινε για 44 χρόνια και καταργήθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα της 11ης Δεκεμβρίου 1931.
Κατεδαφίστηκε στο τέλος Φεβρουαρίου του 1932

παπάζι (και παπάτζι) (το)
Το πλέγμα που συνδέει τη φούντα με το φέσι, η φούντα του φεσιού και κατ’ επέκταση, το ίδιο το φέσι.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Γυφτοπούλα” (1934)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Μπάτης

“…όταν βάζεις το παπάζι
με τη φούντα τη χρυσή…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. papazi]

παπάς (ο)
στην αργκό, το παράνομο και παραπλανητικό παιχνίδι, που παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους από παίκτες που πόνταραν χρήματα στο ένα από τα 3 τοποθετημένα ανάποδα τραπουλόχαρτα του παιχνιδιού, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιο από τα τρία είναι ο Ρήγας.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι Παπατζήδες” (1952)
Στίχοι – Μουσ.: Τόλης Χάρμας
Ερμηνεία: Μπίνης, Ντούο Χάρμα

“…όπου κι αν πας, όπου κι αν πας
εδώ παπάς, εκεί παπάς…”

παπατζής (ο)
Ο επιτήδειος που παίζει το παιχνίδι «παπάς», ο απατεώνας.
Αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να εξαπατήσει τους άλλους.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι Παπατζήδες” (1952)
Στίχοι – Μουσ.: Τόλης Χάρμας
Ερμηνεία: Μπίνης, Ντούο Χάρμα

[i]”…επήγες κι έπεσες μες στους ατσίδες
και σου τα φάγανε οι παπατζήδες…”[//i]

παραδόπιστος, -η, -ο 
αυτός που πιστεύει πολύ στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά, ο φιλοχρήματος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η παραδόπιστη”, 1947.
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Τσιτσάνης, Γεωργακοπούλου.

[ ΕΤΥΜ. < παράς + πίστη].

Παρακοπή (η)
Οικισμός στα νότια και δυτικά της Ερμούπολης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Φραγκοσυριανή” (1935)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

“…θα σε πάρω να γυρίσω
Φοίνικα, Παρακοπή…”

Παραπήγματα (τα)
Παλιές στρατιωτικές φυλακές στη Βασ. Σοφίας.
Επίσης, παραπήγματα λέγονται οι παράγκες, οι εκτός σχεδίου οικισμοί και οι στρατιωτικές κατασκηνώσεις.

Ακούγεται στο τραγούδι:”Αντιλαλούν οι φυλακές” (1935)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

“…αντιλαλούν τα σήμαντρα
Συγγρού και Παραπήγματα…”

Παρλαμάς (ο)
Ο Μανώλης Παρλαμάς ήταν ταβερνιάρης στον Πειραιά.
Διακινδυνεύοντας τη ζωή του, με μια βενζινάκατο διέσωσε 9 ναυαγούς και περισυνέλεξε 7 πτώματα κατά το ναυάγιο που έγινε στον Πειραιά, την 1η Αυγούστου 1937.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Οι αδικοπνιγμένοι” (1937)
Στ. – μουσ. – ερμην.: Κ. Ρούκουνας

“…Το ένα η «Ανάστασις» το άλλο το «Υδράκι»
απέναντι στου Παρλαμά σκορπίσαν το φαρμάκι…”

παρόλα (η), παρόλες (οι)
1. Λόγια ανόητα, χωρίς αξία, ακατανόητα.
2. Ομιλία με υπονοούμενα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ντερμπεντέρισσα” (1947)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Χασκίλ

“…δε γουστάρω τις παρόλες,
σου ξηγήθηκα…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Parola = λέξη, λόγος].

πάρολι (το)
1. Αρχική σημασία: στο χαρτοπαίγνιο, όταν ο κερδισμένος δεν ενθυλακώνει το ποσό που κέρδισε αλλά το παίζει και πάλι μαζί με το αρχικό ποσό.
2. Μεταφορικά: «τα παίζω όλα για όλα».

Με αυτή την έννοια ακούγεται στο «Χαρτοπαίκτη» (1930)
Στίχ,. μουσ.: Τούντας,
Ερμην.: Αντ. Νταλγκάς

” αχ, για θυμήσου τα και ‘συ τα περασμένα,
κείνα τα χρόνια τα παλιά απ’ τα γλυκά σου τα φιλιά,
πήγαινες παρολί τότε κι εσύ για μένα.”

3. Επίσης, έχει την έννοια: υπερτερώ από κάποιον σε λόγια ή έργα, του «βγαίνω μπροστά», τον «τουμπάρω».

Μ’ αυτή τη σημασία, ακούγεται στο τραγούδι «Μπράβο σου πώς με δουλεύεις» (1938)
Στίχ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Στρ. Παγιουμτζής

«πάντα πάρολι με φέρνεις,
μπράβο σου πώς την περνάς».

παρτίδες (οι)
Οι δοσοληψίες, τα πάρε – δώσε, οι σχέσεις με κάποιον.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Παρτίδες” (1950)
Στ., μουσ.: Μ. Χιώτης
Ερμην.: Χιώτης, Χασκήλ, Μπίνης

“…παρτίδες αδερφάκι μου θ’ ανοίξουμε
και την παλιά φιλία μας θα σβήσουμε…”

[ΕΤΥΜ. < βενετσ. Partida < ιταλ. partita < ρήμα partio (λατιν.) = διαιρώ, μοιράζω, κατανέμω.]

πασσέτα (η)
Δημοφιλές τυχερό παιχνίδι της τράπουλας, που το συναντάμε από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Παίζεται ως εξής: ένας από τους παίκτες αναλαμβάνει τον πάγκο (ταμείο/τράπεζα) και, αφού ανακατέψει και κόψει την τράπουλα, κάθε συμμετέχων παίκτης παίρνει από ένα έως τρία φύλλα και καταθέτει (ποντάρει) ένα ποσό πάνω σε όποιο θέλει.
Κατόπιν, ο παγκιέρης τραβάει το πρώτο χαρτί και όποιος παίκτης έχει είτε τη φιγούρα είτε τον αριθμό αυτόν χάνει.
Μετά ο παγκιέρης τραβάει το δεύτερο χαρτί και όποιος το έχει από τους παίκτες κερδίζει κ.ο.κ. Δηλ. το πρώτο χάνει, το δεύτερο κερδίζει κ.λπ.

Ακούγεται στο τραγούδι «Το παιχνίδι του Αμερικάνου» (1936)
Στίχ., μουσ.: Κ. Σκαρβέλη
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

[i]”…με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ στην πασσέτα
κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα…[/ι]

παστουρμάς (ο)
Κομμάτι παστού κρέατος από καμήλα ή από άλλο μεγάλο ζώο, που το αρωματίζουν με τσιμένι, δηλαδή διάφορα καρυκεύματα, μετά το αποξηραίνουν και το οποίο αναδίδει βαριά, έντονη μυρωδιά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στου Λινάρδου την ταβέρνα”(1936)
Στ., μουσ.: Π. Τούντας
Ερμην.: Περδικόπουλος

“…Πάει κι ο χατζηραπάνης,
παστουρμάς και πεχλιβάνης…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. pastιrma ]

πάστρα (η)
1. Είδος χαρτοπαιγνίου, ξερή.
2. Μεταφορικά, η καθαριότητα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια ” (1959)
Στ., μουσ: Κ. Φραγκούλης
Ερμηνεία: Β. Περπινιάδης

“…Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια
ούτε ραμί και πάστρα…”

[ΕΤΥΜ. < μεσν. σπαρτεύω = καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο > παστρεύω > πάστρα]

Περαία (η)
Ξακουστό παραλιακό προάστιο, 13 χλμ. από τη Σμύρνη, κατοικήθηκε κυρίως από Έλληνες.

Περαίας και Πειραίας (ο)
Άλλη ονομασία του Πειραιά.

Ακούγεται σε πολλά τραγούδια, όπως:
“Αλάνα Πειραιώτισσα”, 1934
Στ, μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης.

“…σε αγαπώ, τσαχπίνα μου, τσαχπίνικο,
γιατί εισ’ απ’ τον Περαία…”

Πέραν (το)
Περιοχή στην πλευρά του Κεράτιου κόλπου, απέναντι από το Γαλατά.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Έχε γεια, Παναγιά”

“…Στο Γαλατά θα πιω κρασί
στο Πέραν θα μεθύσω…”

περονιάζω (ρ.)
διαπερνώ, διατρυπώ, όταν πρόκειται για το κρύο και την υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά.
Κυριολεκτικά, έχει την έννοια «καρφώνω πέρα για πέρα με αιχμηρό αντικείμενο».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χειμώνιασε, χειμώνιασε” (1958)
Στίχ.: Μάτσας, μουσ.: Περιστέρης

“… χειμώνιασε χειμώνιασε,
το κρύο με περόνιασε…”

[ΕΤΥΜ. < από την περόνη].

πετσί (το)
το πορτοφόλι, προφανώς από το υλικό κατασκευής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο καυγάς για το πετσί” (1934)
Στ., μουσ.: Μ. Χρυσαφάκης
Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

“…Το πετσί που βρήκες Κόλλια
σκάστο, δωσ’ μου τα μισά..”

[ΕΤΥΜ. <μεσαιων. πετσίν < ιταλ. pezzo = κομμάτι < πέσκος = δέρμα, φλούδα]

πεχλιβάνης (ο)
1. Άνθρωπος δυνατός, παλικαράς.
2. Αυτός που σε δημόσιες ( συνήθως υπαίθριες) παραστάσεις επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό.
3. Παλαιστής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στου Λινάρδου την ταβέρνα”(1936)
Στ., μουσ.: Π. Τούντας
Ερμην. Περδικόπουλος

“…Πάει κι ο χατζηραπάνης,
παστουρμάς και πεχλιβάνης…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. pehlivan ( = παλαιστής) < από περσ.]

πίκα (η)
το πείσμα, ο θυμός που νιώθει κάποιος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, προσβεβλημένο, η μνησικακία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Βλάμης και ναζού” (1934)
Στίχ., μουσ.: Ν. Γιαννακός
Ερμην.: Αν. Παγανά – Στ. Περπινιάδης

“έμαθες πως έχω προίκα,
σπίτι και πολλά λεφτά,
το΄βαλες, Βλάμη, πίκα
να μου πάρεις όλα αυτά..”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. picca < γαλλ. pique].

Πίκινος (ο)
Ιδιοκτήτης ενός κέντρου με ορχήστρα που βρισκόταν στο Θησείο, στην οδό Ακάμαντος 26.
Ήταν η περίφημη «Μπύρα του Πίκινου», εξαιρετικά δημοφιλής νυκτερινός προορισμός της εποχής με αξιόλογους μουσικούς.
Μέσα σ’ αυτή τη μπυραρία σε ηλικία 37 χρονών δολοφονήθηκε το 1931 ο Πίκινος για ασήμαντη αφορμή.
Από το Ρούκουνα περιγράφεται ως λεβεντάνθρωπος και ακέραιος χαρακτήρας, που δεν ανεχόταν παρεκτροπές μέσα στο κατάστημά του.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο Πίκινος» (1934)
Στ. – μουσ. – ερμην.: Ρούκουνας

“…Μες στο Θησείο βρε παιδιά, στου Πίκινου τη Μπύρα
γλέντησε όλος ο ντουνιάς, Περαίας και Αθήνα…»

Πινόκλης (ο)
Ελληνοαμερικανική λέξη, παρατσούκλι για κάποιον που παίζει πολύ “Pinocle” (χαρτιά).

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Πινόκλης” (1928)
Στ., μουσ.: Δημοσθ. Ζάττα
Ερμηνεία: Γ. Ιωαννίδης

“…στον Πειραιά γεννήθηκα
και τ’ όνομά μου Τσόκλης
μα εδώ ξαναβαφτίστηκα
και γίνηκα Πινόκλης…”

Πισκοπιό (το)
Βρίσκεται στις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου δυτικά της Ερμούπολης.
Υπήρξε το πρώτο αγαπημένο θέρετρο των προυχόντων Ερμουπολιτών, που έκτισαν το 19ο αιώνα εντυπωσιακές και επιβλητικές βίλες.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Φραγκοσυριανή” (1935)
Στ., μoυσ., ερμην: Βαμβακάρης.

“…Και στο Πισκοπιό ρομάντζα…”

πλεκτό (και πλεχτό) (το)
Φυλακή, κρατητήριο, παράθυρο φυλακής.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Χτες το βράδυ στο σκοτάδι” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…και με κάνανε πιαστό
με τραβούνε στο πλεχτό…”

Πόγραδετς (το)
Κωμόπολη της Αλβανίας, στη νότια όχθη της λίμνης Οχρίδας.
Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο την κατείχαν οι Βούλγαροι, αλλά την κατέλαβαν μετά από επίθεση τα συμμαχικά στρατεύματα του Μακεδονικού μετώπου.
Είναι επίσης γνωστό το Πόγραδετς και από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Κατά την επίθεση της Ιταλίας, μετά απ’ την κατάληψη της Κορυτσάς απ’ το δικό μας Γ’ Σώμα στρατού, οι Ιταλοί ανασυντάχτηκαν στο Πόγραδετς. Μετά από σκληρή επίθεση, καταλήφθηκε από το Γ’ Σώμα στρατού.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το Μοράβα, το Πόγραδετς” (1947)
Στ., μουσ.: Κασιμάτης
Ερμην.: Μηττάκη.

[ΕΤΥΜ. < σλαβική λέξη (από αντίστοιχη βουλγαρική: κάτω + πόλη)]

Ποδαράδες (οι)
Παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες ταπητουργοί από την Πισιδία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στους Ποδαράδες μια Πολίτισσα” (1930)
Στ., μουσ.: Αντ. Διαμαντίδης
Ερμην.: Β. Σωφρονίου

“…Είδα μες τους Ποδαράδες μια μικρή Πολίτισσα,
γιαβουκλού μου να την κάνω εγώ την ζήτησα…”

Ποδονίφτης (ο)
Ονομασία προσφυγικού οικισμού στη Νέα Φιλαδέλφεια, δυτικά του ρέματος Ποδονίφτη.
Ξεκίνησε να κτίζεται το 1924 και κατοικήθηκε το 1927. Από το 1932 ονομάστηκε Συνοικισμός Νέας Φιλαδέλφειας.
Μία εκδοχή για το πώς ονομάστηκε η περιοχή Ποδονίφτης αναφέρει πως όταν έρχονταν εκεί στρατιωτικές μονάδες, οι στρατιώτες κατά τον χρόνο ανάπαυσής τους έπλεναν τα πόδια τους στον Περισσό ποταμό.

Ακούγεται στο τραγούδι «Όλες όμορφες» (1937)
Στ., μουσ., ερμην.: Περπινιάδης

“…Αν θέλεις προίκα μάγκα μου,
τράβα στον Ποδονίφτη…”

Πορτ Σάϊντ (το)
Αιγυπτιακή πόλη στη μεσογειακή ακτή, στην είσοδο της διώρυγας του Σουέζ.

Ακούγεται στο τραγούδι: ” Πορτ Σάιντ και Σκεντερία” (1937)
Στ. – μουσ.: Τούντας
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“…εταξίδευα Συρία,Πορτ Σάϊντ και Σκεντερία
κι έμπλεξα με μια μικρούλα , καστανή φελαχοπούλα…”

[ΕΤΥΜ. < Από το Μουχάμαντ Σάιντ, αντιβασιλιά της Αιγύπτου, που κυβέρνησε κατά το διάστημα 1854-1863].

Ποταμός (ο)
Κωμόπολη και εμπορικό κέντρο στα Κύθηρα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στον Ποταμό τα ρούχα μου” (1937)
Στ., μουσ.: Χρυσίνης
Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.

“…Στον Ποταμό τα ρούχα μου
στη Χώρα τ’ άρματά μου
και στον ωραίο Καραβά
η αγαπητικιά μου…”

πουλεύω (ρ.)
1. Φεύγω κακήν κακώς (κυριολεκτικά), δραπετεύω, εξαφανίζομαι
2. Μεταφορικά, “την πούλεψα “= την πάτησα, την έβαψα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Καπνουλού μου όμορφη” (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Μπαγιαντέρας

“…όταν σχολάσεις, γίνεσαι
μια κούκλα πρώτης φίνα
και την πουλεύεις πονηρά
Περαία και Αθήνα…”

πρασατζής (ο)
Πορτοφολάς, αυτός που κλέβει πορτοφόλια.

Ακούγονται στο τραγούδι: “Πάνε για το πράσο” (1934)
Στ. – Μουσ: Μ. Χρυσαφάκης
Ερμην.: Ρ. Αμπατζή

“….Ρε συ Νότη πρασατζή
πάμε τσάρκα ρε μαζί …
…μηχανή εγώ θα φτιάσω
για να φας εσύ το πράσο…”

πράσο (το)
το πορτοφόλι.

πρέζα (η)
Μικρή ποσότητα ναρκωτικής ουσίας – που πιάνεται ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη – σε σκόνη και εισπνέεται.
Επίσης, γενικά η μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη (π.χ. αλάτι), αλλά και η ρουφηξιά.
Πρεζάκιας: αυτός που παίρνει δόση ναρκωτικού από τη μύτη, ο τοξικομανής.

Ακούγονται στο τραγούδι:
“Ο Πρεζάκιας” (1935)
Στ., μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμηνεία: Αντ. Καλυβόπουλος

“…είμαι πρεζάκιας, μάθε το,
μα όπου και αν πάω
όλοι φύγε με λέγουνε
…η πρέζα με φαρμάκωσε
τελείωσ’ η ζωή μου…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. presa < λατιν. Prehendo = παίρνω].

πρέφα (η)
1. Παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι.
2. Παιχνίδι της τράπουλας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Βαγγέλης της μαμής” (1936)
Στ.: Δ. Τσακίρης
Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.

“…Είμ’ ο Βαγγέλης της μαμής
που πρέφα μ’ έχουν πάρει…”

[ΕΤΥΜ. < γαλ. preference = προτίμηση < preferer =προτιμώ]

Πριγκηπιώτισσα (η)
Κάτοικος της Πριγκήπου,[τουρκ. Bόyόkada], ενός από τα μεγαλύτερα 9 νησιά, τα Πριγκηπονήσια, στην Προποντίδα.
Παλιότερες ονομασίες του νησιού: «Δημόνησος» και «Πιτυούσα», πήρε το όνομα «Πρίγκηπος» όταν έγινε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄, ο οποίος το 569 έκτισε παλάτι εκεί.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Πριγκηπιώτισσα” (1930)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμην.: Μ. Φραντζεσκοπούλου

“πρώτος λύκος”
έκφραση για το πρώτο χαρτί, μετά το πρώτο ζεύγος χαρτιών.

Ακούγεται στο τραγούδι «Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι» (1929)
Στίχ., μουσ.: Δ. Ζάττα
ερμην.: Γ. Κατσαρό:

«…παίρνω, φτιάχνω, βρε, την πασσέτα
βάζω στον πρώτο λύκο, τη ντούσα, το διπλό….» 

ραβαΐσι (το)
1. Γλέντι, ξεφάντωμα.
2. Η φασαρία από το γλέντι.

Aκούγεται στο τραγούδι:
“Στου Λινάρδου την ταβέρνα” (1936)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

“…σ’ ένα τέτοιο ραβαΐσι
ποιος μπορεί να μη μεθύσει…”

ραμί (το)
Είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθως από 3 έως 7 παίχτες και με 2 τράπουλες.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια ” (1959)
Στ., μουσ: Κ. Φραγκούλης
Ερμηνεία: Β. Περπινιάδης

“…Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια
ούτε ραμί και πάστρα…”

[ΕΤΥΜ. < γαλ. rami].

ρασκέτα (η)
η ξύστρα (εργαλείο των ναυτικών).

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Θερμαστής” (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Μπάτης.

“…Κάργα ρασκέτα και λοστό
το Μπέη να περάσω
και μες στου Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πάω να αράξω…”

ραστ (το)
Ένας από τους δρόμους της ελληνικής λαϊκής μουσικής.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο ντερβίσης” (1933)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

“…πενιά από ράστι θ’ άκουγες…”

ρεζίλης (ο)
άνθρωπος χωρίς υπόληψη, ξεφτίλας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω” (1936)
Στίχ. μουσ., ερμην.: Μ. Βαμβακάρης

“..σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι
στον παπά και στο βεζύρη…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. rezil].

ρεμιζάρω (ρ.)
παρκάρω.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Βαλεντίνα” (1950)
Στ., μουσ.: Μητσάκης
Ερμηνεία: Μητσάκης, Τατασσόπουλος, Νίνου

“…έχεις κούρσα και σοφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις…”

[ΕΤΥΜ. < γαλ. Remiser <λατιν. Remittere].

ρεμπελιά (η)
η απραξία, η αποφυγή κάθε κόπου κι εργασίας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το βέρτζινο μαγκάκι”
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Πλέσσας
Ερμην:Γενίτσαρης

“…Για το μπαγιόκο ρεβελιά
σνομπάρει τώρα τα παλιά
με μαύρο παπιονάκι…”

[ΕΤΥΜ. < βενετ. rebelo = αρχικά αντάρτης, άτακτος πολεμιστής, επαναστάτης. Εξελίχτηκε σημασιολογικά, προκειμένου να δηλωθεί επίσης η έννοια του τεμπέλη, του ανέμελου και του αργόσχολου].

ρεμπελιό (το)
1. Η απραξία, η αργόσχολη ζωή, η αποφυγή κόπου και δουλειάς.
2. Η ανταρσία, η εξέγερση εναντίον της εξουσίας ή της αρχής, η επανάσταση.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο κουμπούρας απ’ τη Βάθη”, 1920
Παραδοσιακό, στο όνομα του Σπ. Στάμου.
Ερμην. : Μ. Παπαγκίκα.

“…κι όλοι κάθονται και πίνουν
και στο ρεμπελιό το ρίχνουν…”

[ΕΤΥΜ. <βενετ. rebelo (< re = ανά + bellis < bellum =πόλεμος) = αντάρτης, άτακτος πολεμιστής, επαναστάτης, αποστάτης.
Η λέξη εξελίχτηκε απ’ ό,τι φαίνεται σημασιολογικά και σήμαινε αργότερα τεμπέλης, ανέμελος, αργόσχολος.]

ρεστάρω (ρ.)
1. Μένω χωρίς λεφτά.
2. Οδηγώ κάποιον στη χρεωκοπία.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Η Σατράπισσα” (1948)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Περπινιάδης, Κηρομύτης, Μπέλλου

“…με ρεστάρησε,
στραπατσάρησε το τσαρδί μου…”

ρέστος (ο)
ο οικονομικά κατεστραμμένος.

Από το τραγούδι:
“Απόψε στις ακρογιαλιές” (1968)
Στ., μουσ., ερμην.: Τσιτσάνης

“…κι αν είμαι τώρα ρέστος και ταπί
μ΄ένα φιλί παρηγόρα με και συ…”

[ΕΤΥΜ. <ιταλ. resto = υπόλοιπος <restare = μένω, σταματώ]

ρέφα (η)
Το μερίδιο του αστυνομικού επί των κλοπιμαίων, με αντάλλαγμα τη σιωπή του.

ρεφάρω (ρ.)
ξανακερδίζω τα όσα έχω χάσει, καλοπερνάω, ζω άνετα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Σαλταδόρος” (1942)
Στ. – μουσ.: Μ. Γενίτσαρης

“…μα ‘γω πάντα βολεύομαι, γιατί τηνε σαλτάρω
σε καν’ αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω…”

[ΕΤΥΜ. < γαλλικά, refaire = επανέρχομαι, αποκαθιστώ].

Ροζικλέρι (το)
Παλιός γνωστός κινηματογράφος στην Πατησίων.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Τα νέα της Αλεξάνδρας” (1960)
Στ. – μουσ. : Κ. Γιαννίδης
Ερμην.: Β. Περπινιάδης

” …και μου παν πως την είδανε να βγαίνει χέρι-χέρι
μαζί με τον Χαράλαμπο από το Ροζικλέρι…”

Ροκαμβόλ (ο)
Ήταν το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας του Γάλλου συγγραφέα Ponson du Terrail, ήρωες οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς το δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η Κούλα” (1929)
Στ. – μουσ. : Κ. Μισαηλίδης
Ερμην.: Νταλγκάς

“…Aν θέλω στην καρδούλα της εγώ να είμαι μόνος
πρέπει να γίνω Ροκαμβόλ, νταής και δολοφόνος…”

ρολίνα (η)
Η ρουλέτα, τυχερό παιχνίδι, συνήθως σε καζίνο.
Κάθε παίκτης στοιχηματίζει σε έναν ή περισσότερους αριθμούς ή και σε χρώμα ενός δίσκου με 37-38 αριθμημένα χωρίσματα σε μαύρο και κόκκινο χρώμα εναλλάξ, ο οποίος περιστρέφεται και στον οποίο ρίχνεται και κυλά με αντίθετη φορά μια μπίλια. Ο παίκτης κερδίζει αν η μπίλια σταματήσει σε αριθμό ή και χρώμα στα οποία έχει στοιχηματίσει.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο” (1937)
Στ. και μουσ. Τσιτσάνης,
Ερμην.: Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

“…Μια βραδιά στο Μόντε Κάρλο
πήγα να παρευρεΘώ
μες στους άσους της ρολίνας
να τους συναγωνιστώ…”

ροσσόλι (το)
κόκκινο ποτό.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ρίκο, ρίκοκο” (1958)
Στίχ.: Γ. Γιαννακόπουλος, μουσ. Τ. Μωράκης
Ερμην.: Βουγιουκλάκη

“… Τ’ αγόρι μου είναι πλάσμα αξιοζήλευτο
το βλέμμα του, το γέλιο του, ροσόλι…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. rosso].

ρούγα (η)
δρόμος ή πλατεία, συνοικία, μαχαλάς.

Ακούγεται σε αρκετά της δημοτικής παράδοσης και ρεμπέτικης στιχουργικής)

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. ruga].

ρούφος (ο) 
1. το ταβάνι.
2. ο ναργιλές, αυτός που ρουφά το ναργιλέ

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Στην υπόγα” (1930)
Σύνθ., ερμην.: Μπέζος

” ένας μπάτσος με το κούφιο
ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο…”

[ΕΤΥΜ. < ίσως από το αγγλ. roof]

Σακαφλιάς (ο)
Αναφορά στην “Κλίκα”:
http://www.klika.gr/cms/index.php?op…349&Itemid=171

Ακούγεται στο τραγούδι:”Ο Σακαφλιάς” (1938)
Στ. – μουσ. – ερμην. : Τσιτσάνης

“…στα Τρίκαλα στα δυο στενά
σκοτώσανε το Σακαφλιά…”

σακουλεύομαι (ρ.)
1. Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη.
2. Υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάτι το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν.
3. Εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω αμέσως (προστακτική: “σακούλα’)

Από το τραγούδι:
“Η κολπατζού” (1933)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…Κι αφού δε σακουλεύεσαι τι θες να σαι μαζί μου
κι αφού δε τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sakul = στάθμη, υπολογισμός].

σαλβάρι (το)
Είδος φαρδιού παντελονιού περισσότερο για γυναίκες, που σουρώνει στον αστράγαλο και στη μέση, παραδοσιακό ρούχο, κυρίως στην Aνατολή, από τα πολύ παλιά χρόνια.

“…Τι σε μέλλει εσένανε το σαλβάρι μου
για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. salvar (από τα περσ.)] .

σαλταδόρος (ο)
1. Αυτός που είναι επιδέξιος στο να σαλτάρει.
Ειδικότερα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αυτός που πηδούσε επάνω στα αυτοκίνητα των κατακτητών για να κλέψει.
2. Ο μικροαπατεώνας, επιτήδειος σε αιφνιδιαστικές ενέργειες.

σαλτάρω (ρ.)
1. Πηδώ.
2. Τρελαίνομαι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σαλταδόρος” (1942)
Στ. – μουσ. – ερμην.: Μ. Γενίτσαρης

“…θα σαλτάρω, θα σαλτάρω
τη ρεζέρβα να τους πάρω…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. saltare].

Σαμπαστιάς (ο)
Πρόκειται για την καθολική εκκλησία του «Saint Sebastian», Άγιου Σεβαστιανού, στην Άνω Σύρα.
Η Σύρος έγινε σημαντικό κέντρο του καθολικισμού στο Αιγαίο, από τα έτη 1644-1699, με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και τη στήριξη της Βενετίας.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Σύρος” (1936)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…με τα πολλά σκαλάκια σου, βρε Σύρα μου,
και με το Σαμπαστιά σου…”

[ΕΤΥΜ. < Σαμπαστιάς: από τον “Saint Sebastian”, την καθολική εκκλησία της Άνω Σύρας]

σαράκι (το)
Μακροχρόνιος ψυχικός πόνος, καημός που δεν εκδηλώνεται και γι΄ αυτό φθείρει. Κυριολεκτικά, το έντομο που κατατρώει το ξύλο

σαρμάκο (το)
Στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο” (1936)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“τώρα σε βλέπω μ’ άλλονε
κι εγώ κάνω σαρμάκο…”

[ΕΤΥΜ. Κατά το Νικόλαο Πολίτη, (“Λαογραφικά Σύμμεικτα”, τ. Β’) προέρχεται από τη φράση “κάνε σαμάρκο” (“σαρμάκο”, με αντιμετάθεση).
Φράση που σήμαινε: «κράτα το στόμα σου ανοικτό, χάσκοντας όπως το λιοντάρι» και, κατ’ επέκταση, “σώπασε”, “μη μιλάς”.
Η φράση ετυμολογείται από τα λιοντάρια του San Marco, του εμβλήματος δηλαδή της Βενετίας, γνωστού σε όλη την Ελλάδα από τα βενετσιάνικα κάστρα].

σατράπης (ο), σατράπισσα (η)
άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος, με πράξεις και συμπεριφορές υπεροπτικές.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αραμπάς περνά” (1948)
Στίχ.: Μάνεσης – Τσιτσάνης.
μουσ.: Τσιτσάνης
ερμην.: Σ. Μπέλλου – Στ. Κηρομύτης – Στελλάκης Περπινιάδης

[ΕΤΥΜ. < αρχική σημασία: διοικητής επαρχίας αρχ. Περσικού κράτους].

σβάρνα (η)
φρ. «παίρνω σβάρνα»

Γυρίζω με τη σειρά, δεν αφήνω χώρο που να μην τον επισκεφτώ.
Κατ’ επέκταση, «παρασύρω», «χτυπώ».

Από το τραγούδι:
“Ένας διαβάτης” (1949)
Στ.: Τζουανάκος, μουσ.: Κοφινιώτης
Ερμηνεία: Τζουανάκος

“…με πνίγει απόψε η ερημιά
και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά…”

[ΕΤΥΜ. < σλαβ. barna].

σβαρνίζω, σβαρνώ (ρ.)
Αρχικά σημαίνει περιέρχομαι με σβάρνα (πλατιά και βαριά σανίδα δεμένη κατάλληλα με σκοινιά από άλογο ή βόδι) το χωράφι συμπληρώνοντας το έργο της άροσης. Μεταφορικά τιμωρώ, σκοτώνω.

Ακούγεται στο τραγούδι της ανώνυμης δημιουργίας του ρεμπέτικου:
“Μάγκας στην τρίχα ήμουνα” που ερμήνευσε μεταγενέστερα ο Μπάτης.

“…κι ο Μαύρος ο παλικαράς
όλους θα τους σβαρνίσει…”

Σεβιλλιάνες (οι)
Οι γυναίκες της Σεβίλλης, (Sevilla), καλλιτεχνικής, πολιτιστικής και οικονομικής πρωτεύουσας της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσας της κοινότητας της Ανδαλουσίας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σεβιλλιάνες” (1947)
Στ.: Χ. Βασιλειάδης
Μουσ.: Γ. Λαύκας
Ερμην.: Λαύκας, Χασκήλ

σεβντάς (ο)
Ο ερωτικός καϋμός, η λαχτάρα, ο έρωτας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Καμωματού ” (1933)
Στίχ, μουσ.: Γ. Δραγάτσης (Ογδοντάκης)
Ερμην.: Ρ. Εσκενάζυ

“…ντέρτι, σεβντά μου άναψες
καμωματού και λιώνω…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. sevda]

Σέκερη (η)
Οδός παράλληλη της Μέρλιν, όπου στην κατοχή ήταν η έδρα της Γκεστάπο.
Στο αρχηγείο της Γκεστάπο στη Μέρλιν, εκτός από τόπος βασανιστηρίων, ήταν και ο τόπος λήψης αποφάσεων για ομαδικές εκτελέσεις των πατριωτών κρατουμένων. Από τη Μέρλιν ξεκινούσαν τα καμιόνια, ακολουθούσαν την οδό Σέκερη και κατευθύνονταν με τους μελλοθάνατους στα στρατόπεδα εκτελέσεων, ένα από τα οποία ήταν και το Χαϊδάρι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χαϊδάρι” που γράφτηκε το 1943,
σε στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη.
Δεν κυκλοφόρησε τότε σε δίσκο και η μουσική η αρχική, του Μάρκου, είχε ξεχαστεί.
Αργότερα, το 1983, με μουσική του Στέλιου Βαμβακάρη το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε σε δίσκο.

“…απ’ την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρι
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει…”

σεκλέτι (το)
η στενοχώρια, ο καημός, συνήθως ο ερωτικός.

Από το τραγούδι:
“Απόψε στις ακρογιαλιές” (1968)
Στ., μουσ., ερμην.: Τσιτσάνης

“…σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. Sιklet = βάρος, θλίψη, καημός].

σελέμης (ο), σελέμισσα (η)
Αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, ο ακαμάτης, ο αχαΐρευτος, το παράσιτο που ζει με δαπάνες άλλων.

σελεμώ / -ίζω (ρ.)
οικειοποιούμαι κάτι, όχι δικό μου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “O Σελέμης” (1932)
Στ., μουσ.: Καμβύσης
Ερμην.: Π. Κυριακός

“…άρθρον πρώτο, ποτέ να μη πλερώνεις
σελέμη σαν σε λεν’ να καμαρώνεις…»

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. selem = προπληρωμή].

σεργιάνι (το)
ο περίπατος, η βόλτα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μάγκας βγήκε στο σεργιάνι” (1946)
Στίχ., μουσ.: Καλδάρας
Ερμην.: Μ. Βαμβακάρης – Τσιτσάνης

“…μάγκας βγήκε για σεργιάνι
για να βρει κανά τεκέ…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. seyran “εκδρομή” (από τα περσ.)].

σερέτης (ο)
ο βαρύς, ο δύστροπος,ο σκληρός και ευέξαπτος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο σερέτης” (1935)
Στ. – μουσ. : Μοντανάρης
Ερμην.: Γ. Κάβουρας

“…σερέτης είμαι χασικλής
κοτσάνι την περνάω…”

[ΕΤΥΜ. < τούρκικο sirret= δύστροπος, εριστικός <αραβ. Sirrat =κακοήθης, αχρείος]

σερμπέτι (το)
Είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο δραγουμάνος του βεζίρη” (1974)
Στ.: Λ. Παπαδόπουλος
Μουσ.: Λ. Κηλαηδόνης
Ερμηνεία: Μ. Μητσιάς

“…Κι όταν βαράει παλαμάκια
δούλες, σερμπέτια, μέλια έρχονται σωρό…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. serbet (από τα αραβ.)].

σέρτικος, -η, -ο
1. (για καπνό): βαρύς.
2. Συμπεριφορά ή κατάσταση ευέξαπτη και εκδικητική.

Ακούγεται π.χ. στο τραγούδι “Τέλι, τέλι, τέλι” (1979)
Στίχ.: Πυθαγόρας. μουσ.: Μ. Λοΐζος
Ερμην.: Χ. Αλεξίου

“…φέρτε μου ‘να σέρτικο τσιγάρο
να φουμάρω στο Χάρο, να δώσω ρουφηξιά…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sert = σκληρός <περσ. serd = ψυχρός, δυσάρεστος].

Σεχραζάτ (η)
Βασίλισσα της Βαγδάτης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Σεχραζάτ” (1947)
Στίχ.: Μάτσας, μουσ. Περιστέρης
ερμην.: Π. Σάμης

“… Αχ, Ζεχραζάτ γλυκιά,
πάντα σαν θυμούμαι τα φιλιά σου…”

Σηλυβρία (η)
Πόλη της Ανατολικής Θράκης στην Προποντίδα.

Από το τραγούδι: “Σηλυβριανό” , παραδοσιακό, ερωτικό, που πέρασε στη δισκογραφία το 1927, με τον Νταλγκά.

σίδερα (τα)
1. Φυλακή.
2. Χειροπέδες.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι Λαχανάδες” (1934)
στ., μουσ.: Παπάζογλου
Ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

“…τα σίδερα τους φόρεσαν
και στη στενή τους πάνε…”

Σιδέρης (ο)
Όνομα δυο ιδιοκτητών τεκέ, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Η Δροσούλα” (1946)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Παγιουμτζής, Τσιτσάνης

“άνω κάτω χτες τα κάναμε
στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ…”

σκαλέτα (η)
Τρόπος κλεψίματος στα χαρτιά.
Ανακατεύονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει έλεγχος της σειράς με την οποία θα εμφανίζονταν.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το παιχνίδι του Αμερικάνου” (1935)
Στ., μουσ.: Κ. Σκαρβέλης
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

“…με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ, στην πασσέτα
κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα…”

Σκεντερία (η)
Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Η ονομασία “Σκεντερία”, για την Αλεξάνδρεια, είναι παραφθορά του ονόματος του ιδρυτή της, Μ. Αλέξανδρου.

Ακούγεται στο τραγούδι: ” Πορτ Σάιντ και Σκεντερία” (1937)
Στ. – μουσ.: Τούντας
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“…εταξίδευα Συρία, Πορτ Σαϊντ και Σκεντερία
κι έμπλεξα με μια μικρούλα , καστανή φελαχοπούλα…”

[ΕΤΥΜ. < Σκεντερία < Ισκεντέρ = Αλέξανδρος]

σκέρτσο (το)
1. Προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, ιδίως γυναίκας, για να φανεί χαριτωμένη, νάζι
2. Κίνηση γεμάτη χάρη και αέρα
3. Τα ερωτικά πείσματα, τα παιχνίδια μεταξύ ερωτευμένων
4. μουσικός όρος: ζωηρό και εύθυμο μουσικό κομμάτι, τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ντυμένη σαν αρχόντισσα” (1940)
Στ., μουσ.: Κηρομύτης
Ερμηνεία: Κηρομύτης, Γεωργακοπούλου

“…να πίνεις σαν παλιός μπεκρής,
κουκλάκι μου,
με σκέρτσο να καπνίζεις…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Schertzo].

Σκλάβαινας Στέλιος (ο)
Βουλευτής Θεσσαλονίκης στις εκλογές της 26/1/1936, με το Παλλαϊκό Μέτωπο (περιλάμβανε το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, το Σοσιαλιστικό, το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό, τη ΓΣΕΕ, και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα ).
Στις εκλογές όμως αυτές κανένα από τα κυρίαρχα κόμματα (Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί) δεν είχε την απόλυτη πλειοψηφία, άρα δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, και έτσι το Παλλαϊκό Μέτωπο – το οποίο είχε πάρει το 25% των ψήφων – έγινε ο ρυθμιστής της κατάστασης.
Τελικά στις 19/2/1936 προέκυψε η συμμαχία Φιλελευθέρων (Σοφούλης) με το Παλλαϊκό Μέτωπο (Σκλάβαινας).
Οι όροι για τη συμφωνία αυτή προέβλεπαν την παροχή αμνηστίας σε βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου, αλλά και όλων των εξόριστων, φυλακισμένων, πολιτικών κατάδικων, κατάργηση επίσης του Ιδιώνυμου, διάλυση των φασιστικών οργανώσεων κ.λπ.
Διατάξεις που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη, μια και είχε ήδη δρομολογηθεί από κύκλους εντός και εκτός Ελλάδας η δικτατορία του Μεταξά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο Μάρκος υπουργός” (1935)
Στ. – μουσ. – ερμην: Βαμβακάρης

“…μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας
και σας μασήσει ούλοι…”

Σκουζέ 
Λόφος που βρίσκεται στον Κολωνό, στην Αθήνα.
Η παλιά του ονομασία ήταν λόφος της Ευχλόου Δήμητρος.
Πριν από την Επανάσταση του ’21 όμως η οικογένεια Σκουζέ απέκτησε μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή με αποτέλεσμα όλος ο λόφος να πάρει το όνομά της, το οποίο διατηρείται ακόμα και σήμερα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στο λόφο του Σκουζέ”, (1940)
Στ., μουσ.: Κοσμαδόπουλος
Ερμην.: Παγιουμτζής.

σκούνα (η)
Ιστιοφόρο πλοίο με ψηλά κατάρτια.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Η σκούνα” (1962)
Στ., μουσ.: Μ. Χιώτης
Ερμην.: Χιώτης, Μ. Λίντα.

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. scuna < αγγλ. schooner].

σορολόπ (το)
(Το ρίχνω στο) σορολόπ:συμπεριφέρομαι ανέμελα και αδιάφορα, κάνω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό, αδιαφορώντας για τις συνέπειες ή δεν αντιμετωπίζω κάποιον σοβαρά.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είσαι φάντης” (1936)
Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
Ερμηνεία: Αμπατζή

“…στο σορολόπ μου το ‘ριξες,
βρε ψευτοπονηράκια…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sorolop].

σουπιατζής (ο)
Καταδότης, ύπουλος.

“…τον αίτιο το σουπιατζή
και το καρφί
θα τονε σουγαδιάσω…”

[ΕΤΥΜ. < σουπιά].

σουρμελίδικα (μάτια)
Τα μάτια τα βαμμένα με σουρμέ, μαύρη χρωστική ουσία προερχόμενη από σκόνη αντιμονίου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αγαπησιάρης” (1932)
Στ., μουσ.: Τούντας,
ερμην.: Βέζος Στέφανος

«…στου Βύρων το συνοικισμό μια χήρα είκοσι χρονώ,
με μάτια σουρμελίδικα, γλυκά και σεβνταλίδικα…». 

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sourmes = μαύρο φυσικό χρώμα για το βάψιμο βλεφάρων και βλεφαρίδων].

σουρουκλεμές (ο)
Άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί, αχαΐρευτος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Με πιάνουνε ζαλάδες”
Στίχ, μουσ,. ερμην.: Κ. Μπέζος

“… Στο παράθυρο σαν βγεις με πιάνουνε ζαλάδες
μ’ ανάβεις ρε σουρουκλεμέ στα στήθια μου νταλκάδες…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. sόrόklenmek = σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή].

σουρτούκα (η)
Αλήτισσα, γυναίκα που δεν μένει στο σπίτι, αλλά γυρίζει εδώ κι εκεί, άτομο που του αρέσει να αλητεύει και να ζει άστατα και ανέμελα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το Παλαμήδι” (1937)
Στ., μουσ.: Γ. Δραγάτσης
Ερμηνεία: Ρούκουνας

“…Όποιον κι’ αν έχεις γιαβουκλού αμάν αμάν
μωρή σουρτούκα κουρελού…”

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. sόrtόk].

Σοφούλης Θεμιστοκλής (ο)
(1860, Σάμος – 1949, Αθήνα).
Αρχαιολόγος, βουλευτής αρχικά και αργότερα αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, το 1936 υπέγραψε το περίφημο σύμφωνο «Σοφούλη – Σκλάβαινα» με το οποίο θα συνεργαζόταν με το Παλλαϊκό Μέτωπο, μια και στις εκλογές του ’36 το κόμμα του δεν συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία. Αργότερα όμως θα εγκαταλείψει τους συμμάχους του του Παλλαϊκού Μετώπου στον αγώνα για κατοχύρωση της δημοκρατίας, θα παζαρέψει την εκλογή με άλλα κυβερνητικά σχήματα ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο προς τη δικτατορία του Μεταξά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “O Μάρκος υπουργός”, (1935)
Στ., μουσ, ερμην.: Μ. Βαμβακάρης

“…για πρόσεξε καλά,
Γιαννάκη και Σοφούλη…”

σπαθί (το)
φρ. «ξηγιέμαι σπαθί»
συμπεριφέρομαι και μιλώ χωρίς περιστροφές, τίμια, ίσια, χωρίς πλάγια μέσα.

σπαρματσέτο (το)
Κερί, κατασκευασμένο από την ουσία spermaceti. Αυτή, όταν καιγόταν, παρήγαγε ιδιαίτερα λευκή και λαμπρή φλόγα, γι΄αυτό ήταν και ακριβό.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι:
“Τα κεριά τα σπαρματσέτα”
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…τα κεριά, τα σπαρματσέτα
έλα τώρα άναψέ τα…”

[ΕΤΥΜ. αντιδάν.,< ιταλ. spermaceti < λατιν. sperma ceti < αρχ. σπέρμα +κήτος]

σπαχάνι (το)
καπνός περσικός.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Εφουμέρναμε ένα βράδυ” (1932)
Στ. – μουσ. – ερμ.: Βαμβακάρης

“…εφουμέρναμ΄ένα βράδυ
αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη…”

[ΕΤΥΜ. < παραφθορά της λέξης Ισπαχάν ή Ισφαχάν (παλιάς πρωτεύουσας της Περσίας]

σπετσέρης (ο)
ο φαρμακοποιός

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το βασανάκι” (1952)
Στ., μουσ.: Απ. Χατζηχρήστος
Ερμηνεία: Τσαουσάκης, Στάμου, Καλλέργης

“…το γιατρό και τον σπετσέρη
δεν ζητώ, ματάκια μου…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. spezieri].

Σπηλιά της Αρετούσας (η)
Το μεγαλύτερο υπόγειο κατασκεύασμα του λόφου της Καστέλλας.
Είναι πανάρχαιο αρδευτικό έργο που ανήκει στους πρώτους κάτοικους του Πειραιά, τους Μινύες. Η -μπαζωμένη- είσοδος της σπηλιάς υπολογίζεται ότι είναι στην οδό Ρ. Φεραίου στο ύψος της Τσαμαδού.
Η ονομασία «σπηλιά της Αρετούσας» συνδέεται με παλιά παράδοση, σύμφωνα με την οποία εκεί κατοικούσε μία βασιλοπούλα με το όνομα Αρετούσα, και η οποία μέσω του σπηλαίου αυτού υπογείως μετέβαινε στο αγαπημένο της βασιλόπουλο στην Ακρόπολη.

Ακούγεται στο τραγούδι «Στης Αρετούσας τη σπηλιά» (1934)
Στίχ., μουσ.: Σ. Γαβαλά,
ερμην.: Ρ. Αμπατζή

«…Στης Αρετούσας τη σπηλιά
που βγαίνει μες στον Πειραιά
απάνω από τα Κρητικά
κοντά εις τον Προφήτη Λια…»

Σπηλιά του Δράκου (η)
Πρόκειται για σπηλιά στην Πειραϊκή, κάτω από την έπαυλη Σκουλούδη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο” (1933)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Γ. Μπάτης

“…ζούλα σε μια βάρκα μπήκα
και στη σπηλιά του δράκου βγήκα…”

Σπλάχνο (το)
1. Γενικά, εννοούμε τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου ή άλλου ζωικού οργανισμού.
2. Συνεκδοχικά, λέγεται από τη μάνα προς το παιδί: [“Επιτάφιος, Ρίτσου, “…γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου…]
3. Εκεί που εδράζεται ο συναισθηματικός κόσμος, η πηγή των συναισθημάτων, τα σωθικά.
Μ’ αυτή την έννοια απαντά και στο λαϊκό τραγούδι και στην αργκό , απευθύνεται κυρίως στο θηλυκό γένος, και τη σημασία μάς τη δίνει ο Π. Κυριακός, σε επιθεώρηση του 1932:

“…σπλάχνο λέω την γκόμενά μου…”
[Λεξικό του μάγκα, 1932, με τον Πέτρο Κυριακό]

Και αλλού:

“…το αλάνι να τουμπάρουν
και το σπλάχνο να του πάρουν…” 

[“Τσαχπίνα μαυρομάτα”, Β. Παπάζογλου, 1934]

“…την κάπα μου την κρέμασα
ρε σπλάχνο, στη στρατώνα…” 

[“Με πιάνουνε ζαλάδες”, 1931, Μπέζος]

στάμπα (η)
Ειδικό σήμα που έραβαν οι Άγγλοι στην πλάτη του πουκάμισου των Ελλήνων αιχμαλώτων για να τους ξεχωρίζουν από τους Ιταλούς και Γερμανούς.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μας πήγαν εξορία” ή “Βάρκα γιαλό”, ( 1946) το οποίο κυκλοφορούσε με αρκετές παραλλαγές.
Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Θεολογίτης (Κατσαρός)

“Μας εβάλαν στο βαπόρι
και για το Πόρτ-Σάϊντ πλώρη,
– βάρκα γιαλό –
Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα
και στην πλάτη μας μια στάμπα.
– βάρκα γιαλό -…”

σταυρωτής (ο)
περιφρονητικά, λεγόταν έτσι ο αστυνομικός.
Επίσης, ο βασανιστής, ο τύραννος.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο σερέτης” (1935)
Στ. – μουσ. : Μοντανάρης
Ερμην.: Γ. Κάβουρας

“…Μα σα μου λάχει σταυρωτής,
ευθύς την αμολάω…”

[ΕΤΥΜ. < σταυρώνω]

στενή (η)
Η φυλακή.

στράφι (επίρρ.)
μάταια, χωρίς όφελος.
“Η φράση «πάει στράφι» λέγεται για να φανεί ότι κάτι πηγαίνει χαμένο, δεν αξιοποιείται ή καταστρέφεται.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ας την κρίνει ο θεός» (1949)
Στίχ, μουσ. : στο όνομα της Μ. Νίνου
Ερμην.: Νίνου, Στ. Περπινιάδης

«…Τόσες θυσίες που ’κανα
επήγαν όλες στράφι…» 

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. israf , σπατάλη].

στραπατσάρω (ρ.)
1. Καταταλαιπωρώ κάποιον σωματικά ή ψυχικά.
2. Προκαλώ μεγάλη ζημιά, τσαλακώνω.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο» (1935)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Μ/ Βαμβακάρης

«…εσένα και τον άντρα σου
θε να σε στραπατσάρω…» 

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. strapazzare].

στόκολο (το)
Ο χώρος του πλοίου όπου βρίσκονται οι λέβητες, το λεβητοστάσιο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Θερμαστής” (1934)
Στ. – Μουσ. και ερμηνεία: Μπάτης.

“…Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο
με έξι φωτιές μαλώνει…”

[ΕΤΥΜ. <αγγλ. stokehold]

Συγγρού (φυλακές) (οι)
Γνωστές για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων φυλακές, κτίστηκαν Ν.Δ. του λόφου του Φιλοπάππου, το 1886, από τον Ανδρέα Συγγρό.
Ο Συγγρός, γνωστός από το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών, επίσης από το πρώτο – για τα ελληνικά χρονικά – σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και υπεύθυνος κατά πολύ για την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας, διέθεσε μέρος από την τεράστια περιουσία του για “αγαθοεργίες”, ανάμεσα στις οποίες και οι φυλακές αυτές, που υμνήθηκαν σε αρκετά τραγούδια.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Αντιλαλούν οι φυλακές” (1935)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

“…αντιλαλούν τα σήμαντρα
Συγγρού και Παραπήγματα…

συνάχι (το)
στην αργκό, η χρήση σκληρών ναρκωτικών.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Συνάχης” (1934)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

“…με ποιόν τα ‘χεις, συνάχι μου, αμάν, αμάν
και πας να καθαρίσεις
την ηθική σου θίξανε
και πας να εγκληματίσεις…”

συναχωμένος (ο)
Αυτός που έχει πάρει σκληρά ναρκωτικά που παίρνονται από τη μύτη (μυτιές), πρέζες, όπως η κόκα, η ηρωίνη κ.λ.π.
Ο χρήστης είχε τη συνήθεια να ρουφάει ή να “παίζει” με τη μύτη του, λόγω των ερεθισμών που προκαλούνταν.
2. Επίσης, ο θυμωμένος νταής, το κουτσαβάκι.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Συνάχης” (1934)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

“…Συναχωμένος μου΄ρχεσαι, μουρμούρη μου,
μάγκα μου, από πέρα…”

συρμός (ο)
η μόδα.
Η έκφραση «είναι του συρμού» σημαίνει ότι κάτι είναι μοντέρνο, ότι είναι της μόδας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Τουμπελέκι, τουμπελέκι” (1931)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

“…βρε ποια κασόμπρα του συρμού…”

[ ΕΤΥΜ. < αρχ. συρμός, κάτι που σέρνεται, που αφήνει ίχνος, σημάδι]

σύρμα (το)
1. Το πολύ καλής ποιότητας μαύρο (χασίς), τόσο καλό που έπεφτε σύρμα για την ύπαρξή του και έτρεχαν να ειδοποιήσουν τους ενδιαφερόμενους.
2.Επίσης, «σύρμα» σημαίνει “χορδή”.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο χαρμάνης» (1933)
Στίχ., μουσικ., ερμην. : Βαμβακάρης

«…μες τον τεκέ του Μιχαλού
π’ έχει το σύρμα μαύρο…»

Με τη 2η έννοια το συναντάμε στο τραγούδι: «Παλαμάκια» (1951)
Στίχ., μουσικ.: Γ. Μητσάκης
Ερμην.: Μητσάκης, Τατασσόπουλος, Νίνου

«…Σύρμα πάνω σύρμα κάτω
παίζω εγώ τον μπαγλαμά…»

Σωτήρχαινας (ο)
Πλούσιος κτηνοτρόφος από τη Λειβαδιά (1893 – 1932) ο οποίος κατηγορήθηκε – μάλλον λόγω πολιτικών αντιπαραθέσεων – για την απαγωγή και μετά την εκτέλεση ενός μικρού παιδιού. Στις φυλακές της Αίγινας και ενώ εκκρεμούσε η έφεση που είχε ασκηθεί στον Άρειο Πάγο κατά της καταδίκης του, εκτελέστηκε.

Από το ομώνυμο τραγούδι: «Σωτήρχαινας» (1934)
Στ., μουσ.: Καρίπης
Ερμην: Παπασιδέρης.

σώτος (και σότος) (ο)
ο φορτωμένος, ο ματσωμένος, ο κερδισμένος στο χαρτοπαίγνιο.
σώτα: τα χαρτιά που κερδίζουν.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο τεκετζής” (1935)
Στίχ., μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Ζ. Κασιμάτης

“…όταν είμαι σώτος
με πολλά ψιλά…”

ταξίμι (το)
Εισαγωγικό οργανικό κομμάτι της λαϊκής ή της δημοτικής μουσικής, όπου παρουσιάζεται και αναπτύσσεται ο δρόμος στον οποίο θα ακολουθήσει το κυρίως κομμάτι.

[ΕΤΥΜ. < taksim: (στα αραβικά)= διακοπή, πέρασμα, σταυροδρόμι].

ταπί (επίρρ.)
Χωρίς λεφτά.

Από το τραγούδι:
“Απόψε στις ακρογιαλιές” (1968)
Στ., μουσ., ερμην.: Τσιτσάνης

“…κι αν είμαι τώρα ρέστος και ταπί
μ΄ένα φιλί παρηγόρα με και συ…”

[ΕΤΥΜ. <γαλλ. Tapis, αντιδάν. “τάπητας”, χαρτοπαικτικός όρος που δηλώνει ότι ο παίκτης δεν μπορεί πλέον να ποντάρει άλλα χρήματα στην πράσινη τσόχα του τραπεζιού]

ταράφι (το)
Κύκλος ομοίων ανθρώπων, κατηγορία ανθρώπων, ομάδα, συμμορία, φατρία, κόμμα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το ταράφι και η πιάτσα”
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Γ. Πλέσσας
Ερμην.: Γ. Ντουνιάς

“… το ταράφι και η πιάτσα
θέλουν μόρτη από ράτσα…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. taraf]

ταρσανάς (ο)
ο ναύσταθμος, το ναυπηγείο.

[ΕΤΥΜ. τουρκ. tersane].

Ταταύλα (τα)
Συνοικία της Κωνσταντινούπολης, Β.Δ. του Πέραν.
Μέχρι το 1922 κατοικείτο αποκλειστικά από Έλληνες, φημισμένους για τα γλέντια τους.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Έχε γεια, Παναγιά”.

“…Στο Γαλατά ψιλή βροχή
και στα Ταταύλα μπόρα…”

τεκές (ο)
Aρχικά σημαίνει μοναστήρι, ξενώνας και φιλανθρωπικό ίδρυμα. Αν σε κάποιους τεκέδες οι μοναχοί, οι δερβίσηδες, κάπνιζαν χασίσι, δυόσμο, λεβάντα ή άλλα βοτάνια, αυτό γινόταν μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία πνευματικής έρευνας. Στους τεκέδες συγκεντρώνονταν σημαντικοί άνθρωποι με ανοικτή σκέψη και μεράκι για έρευνα γύρω από την καθημερινή ζωή, τις τροφές, τα πιοτά, τα βοτάνια, τη φαρμακευτική, την ιατρική, τη μουσική, τους κώδικες και τους κανόνες της ομαδικής και της ατομικής συμπεριφοράς, μέχρι και την οργάνωση της κοινωνίας.
Τους μοναχούς και ερευνητές αυτούς στο χώρο του Ισλάμ τους ονόμαζαν Σούφηδες, δηλαδή φιλοσόφους, ίσως από την ελληνική λέξη «σοφός». Αργότερα η σημασία της λέξης «τεκές» περιορίστηκε και σήμαινε «χασισοποτείο».

Ακούγεται σε αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. tekke].

τέλι (το)
1. Λεπτό μεταλλικό σύρμα.
2. Μεταλλική χορδή μουσικού οργάνου.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. telι].

Ακούγεται στα τραγούδια:
«Σήκω, χόρεψε συρτάκι» (1966)
Στίχ.: Σακελλάριος, μουσικ.:Ζαμπέτας
Ερμην.: Ζ. Φυτούση

«…απ’ του μπουζουκιού τα τέλια…

Τέλι, τέλι, τέλι» (1979)
Στίχ. Πυθαγόρας, μουσικ.: Λοΐζος
Ερμην.: Χ. Αλεξίου

«…Τέλι τέλι τέλι,
κάλπικε ντουνιά…»

τεμπεσίρι (το)
η κιμωλία
Κατ’ επέκταση, ο πίνακας όπου γράφονταν με τεμπεσίρι τα βερεσέδια των πελατών.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Μονά ζυγά τα χάνουμε”(1973)
Στ.: Γ. Καλαμαριώτη
Μουσ.: Γ. Μητσάκη
Ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη

“…στο καπηλειό του Βελονιά
στη μουχλιασμένη τη γωνιά
και γράφε τεμπεσίρι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. tebesir]

τερτίπι (το)
το κόλπο, η πονηριά, η ιδιόμορφη συμπεριφορά με πείσματα, τα καμώματα, τα νάζια.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. tertip = τέχνη].

τέρτσος (ο)
ο ρέστος, ο χαμένος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το παιχνίδι του Αμερικάνου” (1936)
Στ., μουσ.: Σκαρβέλης
Ερμηνεία: Αμπατζή

“…Στον άσσο τρία μου ‘λεγε
και δέκα στο πεντάρι
και πάντα τέρτσος έβγαινε, όπλες,
όπου κι αν με ποντάρει…”

[ΕΤΥΜ. , terzo = τρίτος]

τζανταρμάς (ο)
ο χωροφύλακας.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Στίχ.:Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, μουσ.: Γ. Στεφανάκη

“…Είχε σκοτώσει τζανταρμά
όταν περνούσε κατσιρμά
μπροστά απ’ το καρακόλι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. jandarma < γαλλ. Gendarmerie = χωροφυλακή. Το 1878 Γάλλοι και Άγγλοι αξιωματικοί ανέλαβαν τη δημιουργία της τουρκικής χωροφυλακής].

τζαρές (ο)
η λύση, ο τρόπος, η δουλειά, η θεραπεία,η γιατρειά,η διέξοδος, το μέσον.

Ακούγεται στο παραδοσιακό:

“..Μάγκες πιάστε τα βουνά και θυμηθείτε τα παλιά,
τζαρές δε γίνεται παιδιά…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. yare = =θεραπεία, γιατρειά, λύση, τρόπος, μέσον, διέξοδος]

Τζελέπη ή Τσελέπη
Όρμος στο κέντρο του λιμανιού του Πειραιά.
Από το όνομα του Γιάννη Τζελέπη(*) πλούσιου κάτοικου της περιοχής

(*) Ο Τσελέπης ήταν ο πρώτος οικιστής του Πειραιά και επί πολύ το επώνυμό του επισκίαζε το κλασικό όνομα του επινείου της Αθήνας.
Άλλωστε, για χάρη του ο Γεώργιος Παράσχος, φημισμένος ποιητής της εποχής, συνέθεσε και επίγραμμα που χαράχτηκε στον τάφο του και πέρασε στην ιστορία:
«Εδώ, άνθρωπε, σ’ αυτό το μνήμα όπου βλέπεις,
κοιμάται, αναπαύεται ο Γιαννακός Τσελέπης…
αφήσας την πατρίδα του Θετταλομαγνησίαν,
πρώτος αυτός ανήγειρεν εις Πειραιά οικίαν».

Μάλιστα, αυτό το επιτάφιο επίγραμμα, όταν πέθανε και η σύζυγος του Τσελέπη, συμπληρώθηκε ως εξής μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου δίστιχου:
«Εν μέσω τόπου χλοερού
και η σύζυγός του η Φλωρού».

Ακούγεται στο τραγούδι: “Εγώ θέλω πριγκηπέσσα” (1935)
Στ., μουσ. : Τούντας
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

“…Με είδε κάτου στον Πειραία,
στου Τσελέπη με παρέα…”

τζες (ο)
1. Ο τύπος.
2. Ο προστάτης
3.Αστυνομικός ή ρουφιάνος.
4.ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος άντρας.
5.Μεταγενέστερες έννοιες της λέξης: μόρτης, μάγκας, παιδί.
[Στην ταινία “Οι Παπατζήδες” του 1954 αναφέρεται η λέξη “τζες”, επίσης με την έννοια “μάγκας”, “τύπος”].
Και στα νεότερα χρόνια, όπου και αν χρησιμοποιείται η λέξη «τζες», έχει μόνο θετική σημασία.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Εφουμέρναμε ένα βράδυ” (1932)
Στ. – μουσ. – ερμ.: Βαμβακάρης

“…ζούλα όλοι οι αργιλέδες
φυλαχτοί από τους τζέδες…”

[ΕΤΥΜ. <από τη δεικτική αντωνυμία “ze” της εβραϊκής]

τζιβαέρι (το)
1. Κόσμημα (φτιαγμένο από πολύτιμη πέτρα).
2. Ως επιφώνημα: «θησαυρέ μου»

Ακούγεται ως επιφώνημα σε αρκετά τραγούδια της δημοτικής μας παράδοσης όπως και της ρεμπέτικης στιχουργίας.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. cevahir = κόσμημα].

τζιλβές (ο) τζιλβέδες (οι) τζιλβελίδικος (ο)
Τα νάζια, τα καμώματα, αυτός που κάνει τερτίπια και νάζια.

Ακούγεται στον “Τρελό” από τους “Σκλάβους πολιορκημένους”, του Κ. Βάρναλη (1974).
Το τραγούδι μελοποίησε ο Ν. Μαμαγκάκης και το ερμήνευσε η Μ. Δημητριάδη.

“…Να’ στε γεροί, να’ στε καλά,
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπασήδες όλοι πρώτης,
και με τους διάκους ο δεσπότης
τζιλβέδες και καμώματα…”

Αλλά και σε παραδοσιακά:
“…Στη σκάλα π’ ανεβαίνεις και στα σκαλώματα,
πολλούς τζιλβέδες κάνεις, Θωμαή μ’,
πολλά καμώματα…”. 

Ή: “…Έλα, ντελίδικο, μικρό και τζιλβελίδικο…”.

[<τούρκ. cilvelenmek: κάνω νάζια, cilveleşmek: φλερτάρω, cilveli: παιχνιδιάρης, ναζιάρης, χαδιάρικος]

τζιμάνι (και τζεμάλι) (το)
ο πολύ ξύπνιος, ο ικανός άνθρωπος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Νίκος ο τρελλάκιας” (1936)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Αν. Δελιάς

“…Τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, το Νίκο τον τρελάκια;
παιδί τζιμάνι, μάγκες μου, μα κάνει καβγαδάκια…”

[ΕΤΥΜ. < Κατά μια άποψη, από το αγγλ.- αμερικ. G-man, σύντμηση του Government Μan, συνθηματικό για τους πράκτορες του FBI]

Τζιτζιφιές (οι)
Στον όρμο του Φαλήρου, μεταξύ του Παλαιού και του Νέου Φαλήρου.

Από τη «Τζιτζιφιώτισσα» (1927)
Στ., μουσ. : Τούντας
Ερμην. : Νούρος.

τζογαδούρα (η)
ένα πολύ στενό παντελόνι που προτιμούσε ο κουτσαβάκης.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Του Περαία το αλάνι” (1934)
Στ., μουσ.: Δ. Μπαρούσης
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

“…Στου Περαία το λιμάνι,
μου συστήσαν ένα αλάνι.
Τζογαδούρα και στιβάλι
και μεταξωτό ζουνάρι…”

τζούρα (η)
1. Μικρή δόση, ρουφηξιά ναρκωτικού ή τσιγάρου, γουλιά.
2. Τα υπολείμματα τουμπεκιού από τους γυάλινους ναργιλέδες τα οποία, αφού ξεπλένονταν, τοποθετούνταν ξανά στο ναργιλέ, εξασφαλίζοντας έτσι μια ακόμα δόση τουμπεκιού, από αυτά τα υπολείμματα.
3. Το υπόλειμμα – γενικά – ενός υγρού στο δοχείο που το περιέχει.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Πέντε μάγκες στον Περαία” (1936)
Στ., μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμηνεία: Καλυβόπουλος

“…φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. cura = ρουφηξιά, γουλιά]

τζούρας (ο)
ο στερημένος από ναρκωτικές ή μεθυστικές ουσίες.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Οι δυο σερέτες” (1933)
Στ., μουσ. : Μαν. Χρυσαφάκης
Ερμηνεία: Κασιμάτης, Νταλγκάς

“…τζούρας είμαι και χαρμάνης
είμαι ο Γιάννης του Ψυρρή…”

τη μάπα (ή τη φάτσα μου) την πήραν
Με «φωτογράφησαν» στη Σήμανση.

Ακούγεται στο τραγούδι του «Απ’ του Μεμέτη το νερό» (1932)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Σ. Γαβαλάς (Μεμέτης)

«…στη σήμανση με πήγανε
τη φάτσα μου την πήρανε..»

«Το σακάκι» (1935)
Στίχ,. μουσ., ερμην.: Δελιάς

«Το μάγκα τόνε πιάσανε
τη μάπα του την πήραν»

“τι χαμπάρια μάστορα” 
Φράση που λέγεται όταν μιλάς σε κάποιον και αυτός δεν δίνει σημασία στα λεγόμενά σου.

Ακούγεται στο τραγούδι “Ο Υμνούμενος”(1929)
ερμην.: Π. Κυριακός

τομπουρλίκα (η)
Η εύσωμη, η γεματούλα και αφράτη γυναίκα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τομπουρλίκα” (1940)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Παγιουμτζής, Γεωργακοπούλου, Κηρομύτης

“…τομπουρλίκα, νύχτα κι η ώρα μία
σ’ αυτή την ησυχία έρχομαι να σου πω…”

[ΕΤΥΜ.< τούρκ. Tombul]

Τούμπα (η)
Περιοχή στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, σε οικισμό που υπήρχε εκεί από την αρχαιότητα (νεολιθική εποχή).
Οφείλει την ονομασία του αυτή (“τούμπα”) στη μορφή λόφων που έχει αυτός ο οικισμός.
Οι λόφοι αυτοί σχηματίστηκαν από διαδοχικά στρώματα επίχωσης, τα οποία δημιουργήθηκαν από την αρχαιότητα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Θεσσαλονίκη όμορφη” (1954)
Στ.: Χρ. Κολοκοτρώνης
Μουσ.: Ανέστος Αθανασίου
Ερμην.: Πρ. Τσαουσάκης – Μ. Γρύλη.

“…Θεσσαλονίκη όμορφη, μεσ’ στην καρδιά μου σ’έχω,
Βαρδάρη, Τούμπα κι Αρετσού, μακριά πια δεν αντέχω…”

τούμπα
οι σωλήνες υψηλής πίεσης

τουμπεκί (το)
Φύλλα καπνού, ειδικά παρασκευασμένα για ναργιλέ, τα οποία έκοβε ένας βοηθός, πολύ προσεκτικά, σε πολύ μικρά κομματάκια.
Έπρεπε να είναι πολύ συγκεντρωμένος σ’ αυτή την ιεροτελεστία και να μην αποσπάται η προσοχή του από τίποτε γύρω του.
Δεν επιτρεπόταν να συμμετέχει σε συζητήσεις, και αν κάποια στιγμή παραβίαζε αυτό τον άγραφο κανόνα, άκουγε το “κάνε τουμπεκί, εσύ” που από την αρχική του σημασία “ψιλόκοβε τον καπνό, προσεκτικά” έλαβε τη σημασία: “σώπα”, “μη μιλάς καθόλου”, “κάνε απόλυτη ησυχία”.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο” (1933)
Στίχ., μουσ., ερμην. : Μπάτης

“… Τουμπεκί απ’ την Περσία,
βρε πίνει ο μάγκας με ησυχία…”

κάνω τουμπεκί, τουμπέκα
Σωπαίνω, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, προσποιούμαι.

Στον τεκέ, το τσιράκι του τεκετζή αναλάμβανε, καθισμένος στη γωνιά του, να τον ψιλοκόψει (αφού προηγουμένως τον είχε πλύνει κάπου έξω) και δεχόταν και παρατηρήσεις όταν τόλμαγε (ως μη όφειλε) να πάρει μέρος στη συζήτηση των θαμώνων: «εσύ, τουμπεκί ψιλοκομμένο…».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Όταν καπνίζει ο λουλάς” (1946)
Στ., μουσ.: Μητσάκης
Ερμηνεία: Μανησαλής, Μητσάκης.

“…κοίταξε τριγύρω οι μάγκες
κάνουν όλοι τουμπεκί…”

[ΕΤΥΜ. < t&#246;mbeki < ιταλ. tabacco = καπνός]

«Τάγμα Τουμπεκί» (το)
Ήταν ο πειθαρχικός ουλαμός που δημιουργήθηκε στο Καλπάκι ( «VIII Συνοριακός Τομέας – Καλπάκιον) λειτούργησε από το 1924 και αποτελούσε τόπο απομόνωσης για όλα τα «επικίνδυνα» στοιχεία της κοινωνίας. Ήταν μια ομάδα από ετερόκλητους μεταξύ τους ανθρώπους που αυτοονομάστηκε «Τάγμα Τουμπεκί», ονομασία που οφειλόταν στον κώδικα επικοινωνίας, τον «κώδικα τουμπεκί», μια γλώσσα συνθηματική, μη αντιληπτή από τους άλλους, που είχαν καθιερώσει μεταξύ τους. Όταν αργότερα άρχισαν κατά κύματα να εκτοπίζονται στον ουλαμό αυτό και ανεπιθύμητοι λόγω πολιτικών φρονημάτων, σταμάτησε να υπάρχει αυτή η ονομασία, μια και δεν ίσχυε πια συνωμοτική ή συνθηματική γλώσσα.
Ο πειθαρχικός αυτός ουλαμός έκλεισε το ’34.

Ακούγεται σε ένα παλιό μουρμούρικο για τον περίφημο Σακαφλιά:

“…ήταν στο τάγμα τουμπεκί
στη Μεραρχία Μελανθή…”.

τουμπελέκι (και τουμπερλέκι) (το)
Κρουστό όργανο με ηχείο αρχικά από πηλό και μεταγενέστερα από μπρούτζο ή αλουμίνιο.
Το πίσω μέρος του ηχείου είναι ανοικτό για να ακούγεται ο ήχος, ενώ στο μεγαλύτερο επιστόμιό του εφαρμόζεται δέρμα ή πιο συχνά πλαστικό.
Το τουμπελέκι παίζεται και με τα δύο χέρια και κρατιέται κάτω από την αριστερή μασχάλη ή κρέμεται από τον αριστερό ώμο. Το δεξί χέρι χτυπά τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους αδύνατους. Το δεξί χτυπά συνήθως στο κέντρο της επιφάνειας, όπου έχουμε πιο βαθύ ήχο ενώ το αριστερό στην άκρη κοντά στο χείλος, όπου ο ήχος είναι πιο οξύς και πιο μικρής διάρκειας.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Τουμπελέκι, τουμπελέκι” (1931)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

“…τουμπελέκι-τουμπελέκι, βρε,
που μας κάνεις το λελέκι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ: dumbelek]

Τούνεζι (το)
Η Τυνησία

[ΕΤΥΜ. < Tunes ή Tunis, στα αραβικά]

τουρσέκι (ή ντουρσέκι ή τουρσεκάκι) (το)
η γωνία του δρόμου, το σταυροδρόμι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Στο ντουρσέκι» ( 1933)
Στίχ., μουσ.: Μάτσας
Ερμην.: Ρούκουνας

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. dirsek].

τουφατζής (ο)
Ο φυλακόβιος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο Νικοκλάκιας” (1933)
Στ: Β. Παπάζογλου
Μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμην.: Αγ. Ιακωβίδης

«….λένε πως ο Νικοκλάκιας
πριν να γίνει κοχλαράκιας
ήτανε κι αυτός μαγγιόρος
τουφατζής και κασαδόρος…»

[ΕΤΥΜ. < τούφα = η φυλακή]

τραβηχτό (το)
Το καλάμι από το οποίο ρούφαγαν τον αργιλέ, το μαρκούτσι.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Τα δίστιχα του μάγκα” (1931)
Ερμην: Σπαχάνης – Μανέτας.

“…κόλλα μάγκα στο πλεχτό
κι άρπαξε το τραβηχτό…”

τραγιάσκα (η)
Είδος κασκέτου που το φορούν συνήθως εργάτες.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τραγιάσκες” (1933)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…και οι γκόμενες φορέσανε τραγιάσκες
και στους δρόμους τριγυρνούν και κάνουν τσάρκες…”

[ΕΤΥΜ. ρουμ. traiasca = ζήτω, επιφ. που θεωρήθηκε ουσ., επειδή ζητωκραυγάζοντας πετούσαν τους σκούφους στον αέρα].

τρακάρω (ρ.)
1. Συναντώ τυχαία
2. Παίρνω κάτι χωρίς να έχω τη διάθεση να το επιστρέψω.
3.Τρακάρομαι, είμαι τρακαρισμένος:
φέρομαι με αμηχανία.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Θα κάνω ντου” (1953)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Τσιτσάνης, Νίνου.

“…κι αν σε τρακάρω πουθενά
μ΄αυτόν τον άνθρωπο ξανά…”

τρίτσα κάτσα (τα)
Τα μισόλογα, οι υπεκφυγές. οι πονηριές.

Ακούγεται στο τραγούδι «Να ‘χα μάνα να με δει» (1931)
Στίχ.: Γιαννουκάκη, μουσ.: Καμβύση,
Ερμην.: Κυριακός

“…είμαι μαγκιόρος και το ξέρουνε στην πιάτσα
πως δε μ’ αρέσουνε πολύ τα τρίτσα κάτσα…” 

Τρούμπα (η)
Περιοχή του Πειραιά, αποτελεί μέρος της συνοικίας της Τερψιθέας.
Το όνομα της το οφείλει στην τρόμπα – αντλία – που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, στην αρχή της οδού Αιγέως, σημερινής 2ας Μεραρχίας, από το οποίο έπαιρναν νερό τα πλοία.
Κέντρα διασκέδασης και τεκέδες υπήρχαν στην περιοχή πριν την κατοχή, ενώ μετά απ’ αυτήν, οίκοι ανοχής και καμπαρέ μέχρι το 1968 που έκλεισαν από το Σκυλίτση.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χρόνια μες στην Τρούμπα” (1936)
Στ., μουσ, ερμην. : Βαμβακάρης

“…χρόνια μες στην Τρούμπα
μαγκίτης κι αλανιάρης…”

τρώω τη σακούλα
φράση που λέγεται για κάποιον που τρώει τα λεφτά κάποιου, που του αδειάζει το πουγκί.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο Απάχης» (1931)
Στίχ.: Αλ. Παπαδόπουλος,
Ερμην.: Γρ. Ασίκης

«…αγαπώ και μια μικρούλα
που μου τρώει τη σακούλα…”

τσακίρικος (ο), τσακίρισσα (η)
ο ελκυστικός, ο γοητευτικός, ο γαλανομάτης.

“… Μια τσακιρομάτα, νόστιμη κι αφράτη
μ΄έχει παλαβώσει στο Παγκράτι…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Cakir]

τσακιρισμένος (ο)
αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έντονης ευφορίας, ο μεθυσμένος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο μπάρμπας μου ο Παναγής”
Ευτ. Παπαγιαννοπούλου – Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτας

“…τσακιρισμένος μια βραδιά
κι ως ήταν άντρας με καρδιά
τον βάρεσε η τρέλα…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. cakir].

τσακιστή (η)
Η πόρτα.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: “Τα δίστιχα του μάγκα” (1931)
Ερμην: Σπαχάνης – Μανέτας.

“…σάλτα μάγκα μου στην τσακιστή
κάνε ένα λεπτό τον τσιλιατζή…”

Τσακιτζής (ο)
Εφές (= αρχιζεϊμπέκης του Αϊδινίου).
Οργάνωσε από το 1899 ανταρσία κατά της Οθωμανικής εξουσίας και ανέπτυξε δράση αντιεξουσιαστική και τόσο έντονα φιλολαϊκή που η ζωή, οι έρωτες και οι περιπέτειές του υμνήθηκαν εκτός από τους Τούρκους και από τους Έλληνες σε τραγούδια:
• «Ο Τσακιτζής», 1930 με τη Ρόζα,
• Ο νέος Τσακιτζής», Γκούτη – Μπακάλη με το Διονυσίου,
• Αμάν αμάν Τσακιτζή», Περπινιάδη, Αργ. Βαμβακάρη με το Βαγ. Περπινιάδη
• Επίσης στο θέατρο Σκιών, στη λογοτεχνία, ακόμα και στον κινηματογράφο.
Δολοφονήθηκε σε ενέδρα το 1911. [τουρκ. Cakici = μαχαιράς, καρφωτής].

τσαλαπάτημα (το)
Ποδοπάτημα, εξευτελισμός.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Μα είναι και θεός» (1953)
Στίχ.: Παπαγιαννοπούλου
μουσ. και ερμην.: Τζουανάκος – Τατασόπουλος

«…κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός
και μες στον βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι…”

τσαμπουκάς (ο)
1. Ζόρικη και μάγκικη συμπεριφορά, μαχητικότητα.
2. Ζοριλίκι, φασαρία, αφορμή για παρεξήγηση.

“…κι όπως σας είπα στη σειρά
και όχι, μάγκες, τσαμπουκά…”

[ΕΤΥΜ. < πιθανόν από το τουρκ. sabikali: ο σεσημασμένος, αυτός που έχει λερωμένο ποινικό μητρώο].

τσαμπουκαλεύομαι (ρ.)
Συμπεριφέρομαι επιθετικά, εριστικά, δημιουργώ προβλήματα, παρεξηγιέμαι.

τσανακάκια (τα)
1. Τουμπελεκάκια, πήλινα τούμπανα.
2. Γαβάθες, πήλινα πιάτα.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Τα Τσανακάκια”, παραδοσιακό, 1929

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. canak ]

τσαρδί, τσαρδάκι (το)
Σπίτι, καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Για το γινάτι σου, μωρή” (1934)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Μ. Βαμβακάρης

“… γι’ αυτό κι εγώ μαστούριασα
κι ήρθα μες στο τσαρδί σου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. cardak ].

τσαχπίνης, -α, τσαχπίνικος
1. Αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την προσοχή και τη συμπάθεια των άλλων.
2. Κυρίως λέγεται για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό ενδιαφέρον.

Από το τραγούδι:
“Αλάνα Πειραιώτισσα” (1934)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…σε αγαπώ τσαχπίνα μου, τσαχπίνικο,
γιατί εισ’ απ’ τον Περαία…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. capkιn = γυναικάς, με μάτια λάγνα].

Τσέλιος Θανάσης (Νάσος ) (ο)
Ληστής, γνωστός ως Τσεκούρας, από τη Βασιλική Καλαμπάκας.
Έδρασε τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μεταξύ Τρικάλων και Καλαμπάκας, προς την περιοχή του Πηνειού και τον Κόζιακα, με ορμητήριο το χωριό Περιστέρα.
Στις 17 Μάη 1911 η συμμορία του Νάσου Τσεκούρα συνέλαβε αιχμαλώτους τον ανακριτή Τσιριγώτη και τον ειρηνοδίκη Φαρκαδόνας Πλάτυκα, τους οποίους άφησε ελεύθερους μόλις έμαθε την ιδιότητα τους. Μετά από τέσσερις ημέρες ο Τσεκούρας έπεσε στα χέρια της αστυνομίας, μετά από προδοσία φίλου του.

Από το παραδοσιακό τραγούδι: “Τσέλιος” (1929) με την Α. Βάκα.

τσεσμέ (το)
Η πηγή.

Ακούγεται σε αρκετά τραγούδια.

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. cesme]

τσίκα (η)
Μικροκομμένο κομμάτι μαύρο και επεξεργασμένο χασίς που τοποθετούσαν στον αργιλέ.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Χτες το βράδυ στου Καρίπη” (1915)
Ερμηνεία: Γ. Κατσαρός – θεολογίτης

“…άντε ν΄εφουμέρναμε την τσίκα,
άντε μ΄ένα μάγκα από τη Σύρα…”

[ΕΤΥΜ. ίσως, < από το γαλλικό ηχομιμητικό “chiquer” = «μασάω καπνό»]

τσίλια, τσίλιες, κρατάω τσίλιες, φυλάω τσίλιες
Παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κάτι παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Της μαστούρας ο σκοπός” (1946)
Στ. – μουσ : Τσιτσάνη
Ερμηνεία: Παγιουμτζής, Κηρομύτης

“…με τη σειρά μου θα τον πιω
τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..”

τσιλιαδόρος (ο)
1. Αυτός που κρατάει τσίλιες, που φυλάει σκοπιά, που φρουρεί συνήθως για να γίνει κάποια ύποπτη, παράνομη δουλειά
2. Αυτός που παραφυλάει για κάτι.

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. ciglio = βλεφαρίδα, βλέφαρο].

τσίλικος (ο)
Καινούριος, αστραφτερός, φινετσάτος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο αραμπατζής” (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

“…τα τσίλικά σου τ’ άλογα
λεβέντη αραμπατζή μου…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. cil= καινούριος].

τσίφτης (ο), τσίφτισσα (η)
Άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος, μάγκας.
Επίσης, άνθρωπος άψογος και στην εξωτερική του εμφάνιση, αλλά και
στη συμπεριφορά του, άνθρωπος εντάξει.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Από τη μύτη πιάνεται το έξυπνο πουλί”
Στ.: Σπ. Καλφόπουλος, Μουσ.: Δ. Σαββίδης
Ερμηνεία: Ζαγοραίος, Β.Γκίκα, Μ. Αστέρη

“…είσαι τσίφτισσα γυναίκα
γι’ αυτό σ’ αγαπώ πολύ…”

[ΕΤΥΜ. < αλβ. qift = γεράκι η αρχική σημασία και κατ’ επέκταση ο πανέξυπνος άνθρωπος.].

τσερκέδες (οι)
Μελωδίες που τραγουδούσαν οι Τσερκέδες, Τούρκοι που κατοικούσαν στην περιφέρεια της Σμύρνης.

Τσερκέζος (ο), Τσερκέζα (η)
Ο Κιρκάσιος, η Κιρκασία.
Περιοχή της Ρωσίας που εκτείνεται από τις πλαγιές του μεγάλου Καύκασου μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και την Αζοφική θάλασσα και μέχρι τη Γεωργία.

Ακούγεται στα τραγούδια: “Η Τσερκέζα”, παραδοσιακό, σε εκτέλεση με τη Ρόζα, το 1934.
Και «Τσερκές» του Παντελίδη, με τη Ρίτα Αμπατζή.

[ΕΤΥΜ. < Ρωσικά: Cerkezy < οσετ. Carkas = αετός].

τσικ 
Ο φημισμένος, ο διακρινόμενος, ο ξακουστός, ο πρώτης τάξεως,ο πραγματικός.

Ακούγεται στο τραγούδι : “Νέοι χασικλήδες” (1920)
Παραδοσιακό, ερμην.: Νταλγκάς (Α. Διαμαντίδης)

“…είσαι μάγκας, τσικ λεβέντης,
νυχτοπερπατητής…”

[ΕΤΥΜ. < από το γαλλικό chic = φινέτσα, κομψότητα].

τσιράκι (το)
1. Ο μαθητευόμενος τεχνίτης.
2. Αυτός που έχει προσκολληθεί σε κάποιον ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. cιrak].

Τσιρίγο (το)
Τα Κύθηρα, από παραφθορά του Cytherigo Cerigo, ονομασία που έδωσαν στο νησί Σταυροφόροι και Μεταβυζαντινοί.

Από το τραγούδι: “Τσιριγώτισσα”, παραδοσιακό, που πέρασε στη δισκογραφία με την Αντωνοπούλου.

τσοντάρω (ρ.)
Συμπληρώνω το ποσό που απαιτείται για κάποιο σκοπό, συνεισφέρω, ενισχύω, βοηθώ, βάζω το μερίδιό μου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Αλανιάρης” (1934)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“τσοντάρησε, αδελφούλα μου,
να πιούμε τσιμπουκάκι…”

[ΕΤΥΜ . < βεν. Zonta].

τσουβαλιάζεσαι
Καταλαβαίνεις, παίρνεις χαμπάρι.

Από το τραγούδι:
“Η κολπατζού” (1933)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…κι αφού δεν σακουλεύεσαι τι θες να’ σαι μαζί μου
κι αφού δεν τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου…”

τσούρμο (το)
Πλήθος ανθρώπων, πλήρωμα (κυρίως πλοίου), κωπηλάτες στις γαλέρες, κατάδικοι.

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. ciurma].

φάντης (ο)
1. Το τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα.
2. Απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είσαι φάντης” (1936)
Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
Ερμηνεία: Αμπατζή
“…Ε, ρε κι εγώ πού διάλεξα εσένα τον μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα, ρε φάντη…”

[ΕΤΥΜ, < ιταλ. fante, ισπαν. infante, < λατιν. < infans – ntis : στερητ. in + ρήμ. fari (= ομιλώ) = παιδί που δε μιλάει ακόμη πλήρως].

φαραώ (το)
Παιχνίδι που παίζεται όπως η πασσέτα, με τη διαφορά ότι τα χαρτιά ανακατεύονται μεν από τον παγκιέρη αλλά κόβονται από κάποιο παίκτη αντίπαλο, κάθε δε πρώτο χαρτί είναι υπέρ του κόφτη και κάθε δεύτερο υπέρ των αντιπάλων κοκ

Ακούγεται στο τραγούδι: “Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι” (1929)
Στ. – μουσ.: Ζάππας
Ερμην.: Κατσαρός (Θεολογίτης)

“…Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι
παίζω κοντσίνα, τριόμφο, φαραώ…”

φελάχος (ο), φελάχα (η), φελαχοπούλα (η)
Ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Aιγύπτου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Αλεξανδριανή” (1961)
Στ., μουσ.: Βαμβακάρης
Ερμην.: Βαμβακάρης, Μπιθικώτσης

“…Αλεξανδριανή φελάχα
αχ, την ομορφιά σου να ‘χα…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. fellah < αραβ. fallah = χωρικός].

φερμάρω (ρ.)
1. Βάζω στο στόχαστρο, ετοιμάζομαι να επιτεθώ.
2. Παρακολουθώ με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σε κάποιον ή κάτι.
Από τη στάση (φέρμα) που παίρνει το κυνηγόσκυλο όταν βρει το θήραμά του: κοκαλώνει κοιτάζοντάς το, έτσι ώστε να υποδείξει στον κυνηγό το στόχο του.

“…στον καθρέφτη όλο κοιτάζεις
και μπανίζεις και φερμάρεις…”

[ΕΤΥΜ> < ιταλ. fermare ( < λατιν. firmus: στερεός, ισχυρός) =σταματώ, συγκρατώ].

φθίση (η)
Η φυματίωση.
Φθισικός
O φυματικός (βλ. και χτικιό).

Ακούγεται στο τραγούδι:”Μάνα μου είμαι φθισικός” (1935)
Παραδοσιακό, ερμηνεία: Γ. Θεολογίτης.

“…μάνα μου είμαι φθισικός…”

φιντάνι (το)
Το νέο φυτό, το βλαστάρι.
Μεταφορικά, το νεαρό πρωτοεμφανιζόμενο άτομο.

Ακούγεται στο παραδοσιακό:

“…ένα, ένα μικρό φιντάνι
φιντά φιντάνι φιντανάκι
αξιώ αξιώνει κι αναδίνει
καρπό, καρπό και άνθη δίνει…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. fidan < ίσως από το ελληνικό ουσ. φυτάνη].

φιρμάνι (το)
1. Σουλτανικό διάταγμα
2. Έγγραφο που κοινοποιεί στον παραλήπτη απόφαση ή εντολή που πρέπει να εκτελεστεί υποχρεωτικά.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. ferman].

φιόγκος (ο)
άνδρας μαλθακός, χωρίς έκδηλο ανδρισμό.

“…Όλους τους μάγκες αγαπάς
και όλους τους νταήδες
και ζούλα ζούλα κυνηγάς
τους φιόγκους και ντιντήδες…”

Φοίνικας (ο)
Χωριό παραθαλάσσιο στο νοτιοδυτικό τμήμα της Σύρου.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Φραγκοσυριανή” (1935)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

“…θα σε πάρω να γυρίσω
Φοίνικα, Παρακοπή…”

φόρτσα (επίρρ.)
με δύναμη, υπερβολικά, ορμητικά.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το κουτσαβάκι” (1933)
Στ., μουσ.: Μίνως Τσάμα
Ερμηνεία: Ζ. Κασιμάτης

“…έχω ντερβίση, μάγκα κι αλανιάρη
έχω λεβέντη και φόρτσα μπελαλή…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. forza < λατιν. fortis = ισχυρός, δυνατός].

φουμέρνω (και φουμάρω) (ρ.)
καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κλπ.).

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Εφουμέρναμ’ ένα βράδυ” (1933)
Στ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

“…εφουμέρναμ’ ένα βράδυ
αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. Fumare < fumus, λατιν. = καπνός]

φουντάρω (ρ.)
Βουλιάζω, βυθίζομαι, πάω στον πάτο, στο βυθό,
(κατ΄επέκταση: πέφτω από ένα ύψος προς τα κάτω, στο βυθό, στο έδαφος κ.λ.π..),
βουλιάζω, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ και αράζω.

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. fundare = στερεώνω, θεμελιώνω < λατ. fundus = πυθμένας θάλασσας, βυθός].

φουρκάλι (και φρουκάλι) (το)
η αυτοσχέδια σκούπα.

Ακούγεται στο παραδοσιακό:

“…Πού να βρω βασιλικό
να το πλέξω ένα φουρκάλι…”

φραμπαλάς (ο)
1. λωρίδα από ύφασμα με πιέτες ή σούρα που τη ράβουν στο κάτω μέρος ενός ρούχου, φούστας, φορέματος ή στα μανίκια, για διακοσμητικό.
2. Άνθρωποι που διασκεδάζουν και κάνουν θόρυβο μαζεμένοι όλοι μαζί, που αστειεύονται κ.λπ.
3. Η χοντρή γυναίκα
4. Γενικά, η γυναίκα που άρεσε στους άντρες.

[ΕΤΥΜ. <γαλλικ. Farbella =λωρίδα υφάσματος. (“φαρμπαλάς”, με αντιμετάθεση “φραμπαλάς”).]

φρατέλοι (οι)
Ονομάζονταν οι Ιταλοί στρατιώτες (δεν έχει τη σημασία κάποιου τίτλου στρατιωτικού η λέξη) κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να φανεί η σύμπνοια, η συναδέλφωσή τους.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Τους Κενταύρους δε φοβάμαι” (1940)
Στ.: Δ. Αρμπατζόγλου
Μουσ. και ερμηνεία: Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)

“…Οι φρατέλοι σα με δούνε
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
μα τους στρώνω στο κυνήγι
κι εκείνοι όπου φύγει-φύγει…”

[ΕΤΥΜ. < ιταλ. fratello = αδελφός, σύντροφος]

φρόκαλο (το)
1. Σκουπίδι
2. Άνθρωπος τιποτένιος, χαμηλής νοημοσύνης, αλλά και άσχημος

[ΕΤΥΜ. < μεσν. φροκαλώ < φλοκαλώ < αρχ. φιλοκαλώ.
Φροκαλιά < φιλοκάλιον = σκούπα]

φρούμελ (το)
Λικέρ χρώματος τριανταφυλλί, των αδελφών Παναγιωτάκη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ουίσκι, τζιν και φρούμελ”
Στ. – μουσ. : Καραπατάκης
Ερμην.: Καζαντζίδης.

“…θα πιούμε τζιν και φρούμελ
θα πιούμε και μπανάνα…”

φρύγανο (το)
1. Το μικρό ξερό κλαδί ή θάμνος, που χρησιμοποιείται συνήθως ως προσάναμμα σε φωτιά.
2. Επίσης, τύπος φυσικού οικοσυστήματος, ξηρού και άγονου, στο οποίο κυριαρχούν μικροί θάμνοι και ποώδη φυτά.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Πήραν τα φρύγανα φωτιά”
Στ. – μουσ. – ερμην.: Μουφλουζέλης

“…απ’ τα θερμά μας τα φιλιά
πήραν τα φρύγανα φωτιά…”

[ ΕΤΥΜ. < αρχ. φρύγανον]

χαβάς (ο)
1. Σκοπός, μελωδία τραγουδιού.
2. πεισματώδης επανάληψη των ίδιων λόγων, πράξεων, συμπεριφοράς.
3. Η μελωδία ενός τραγουδιού, ο σκοπός.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. hava =αέρας]

Χαϊδάρι (το)
Δήμος Β.Δ. της Αθήνας.
Κατοικήθηκε κυρίως από πρόσφυγες, μετά το μικρασιατικό ξεριζωμό.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιουργήθηκε στο Χαϊδάρι από τους Γερμανούς ένα από τα σκληρότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χαϊδάρι” που γράφτηκε το 1943, σε στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη .
Δεν κυκλοφόρησε τότε σε δίσκο και η μουσική, η αρχική, (του Μάρκου) είχε ξεχαστεί.
Αργότερα, με μουσική του Στέλιου Βαμβακάρη, το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε σε δίσκο, το 1983.

“…Τρέξε μανούλα να με δεις, τρέξε για να με σώσεις,
Κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου να μ’ απελευθερώσεις…”

Χαλιμά (η)
Κεντρική ηρωίδα της συλλογής ανατολίτικων ιστοριών Χίλιες και μια νύχτες, με το οποίο όνομα ο άγνωστος μεταφραστής του 19ου αιώνα αντικατέστησε το αυθεντικό όνομα Σεχραζάτ (περσ. προέλευσης), ίσως γιατί είχε ακούσει αραβική διασκευή του παραμυθιού.

“Παραμύθια της Χαλιμάς”= λόγια, υποσχέσεις που δύσκολα γίνονται πιστευτά ή που δεν μπορεί κανείς να αποδείξει.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Χαλιμά” (1948)
Στ., μουσ.: Τατασσόπουλος
Ερμην.: Καλφόπουλος.

χαμάμ (το)
1. Δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου.
2. Το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ’ αυτά και που συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο.
3. Κάθε κλειστός και υπερβολικά ζεστός χώρος.

Ακούγεται στο τραγούδι”
“Μες στης πόλης το χαμάμ” (1935)
Στ., μουσ., ερμην.:Δελιάς

“μες στης πόλης το χαμάμ
ένα χαρέμι κολυμπά…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. hamam < hammam].

χανούμισσα (η), χανουμάκι (το)
Η γυναίκα που ζει στο χαρέμι.
2. Γενικά, η Μουσουλμάνα.

Από το τραγούδι:
“Ο Μπουφετζής” (1935)
Στ., μουσ., ερμην.: Μπάτης

“…θέλω να γίνω μπουφετζής σε τούρκικους τεκέδες
να΄ρχονται οι χανούμισσες να πίνουν αργιλέδες…”

[ETYM. < τουρκ. Hanim].

χαρακίρι (το)
1. Κάθε πράξη αυτοκαταστροφής.
2. “θα κάνω χαρακίρι”= έκφραση απόγνωσης, όταν κάποιος δεν μπορεί να αντέξει άλλο μια κατάσταση
3. τελετουργική αυτοκτονία με βαθύ σκίσιμο της κοιλιάς με ξίφος ή μαχαίρι. Ήταν μέρος της παλιότερης παράδοσης της ιαπωνικής στρατιωτικής τάξης των σαμουράι και αποτελούσε βασικό στοιχείο του κώδικα τιμής για πολεμιστές ή αξιωματούχους που είχαν ατιμαστεί, καταδικαστεί σε θάνατο ή ήταν έκφραση βαθύτερου πένθους.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Το χαρακίρι”, 1952
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Μπίνης, Χασκήλ.

[ETYM. < ιαπ.. harakiri< hara = κοιλιά + kiri = κόβω]

χαράμι (επίρρ.)
Ανώφελα, μάταια, κάτι που γίνεται ή που ξοδεύεται ανώφελα, χωρίς να το αξίζει ή χωρίς να υπάρχει κάποιο κέρδος.

χαραμίζω (ρ.)
Διαθέτω ή ξοδεύω κάτι άδικα, χωρίς να έχω το αποτέλεσμα που περίμενα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Για σένα μαυρομάτα μου” (1947)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…για σένα μαυρομάτα μου
χαράμισα τα νιάτα μου…”

[ETYM. < τουρκ. haram: απαγορευμένο από τη θρησκεία, κακό < αραβ. harim = απαγορευμένος, ιερός].

χαρέμι (το)
Στους μουσουλμανικούς λαούς, το διαμέρισμα των γυναικών, ο γυναικωνίτης.
Συνεκδοχικά, το σύνολο των γυναικών ενός Οθωμανού που κατοικούν σ’ αυτό το διαμέρισμα, δεδομένου ότι στη μουσουλμανική θρησκεία και νομοθεσία αναγνωρίζεται η πολυγαμία.
Μεταφορικά,
1. οι γυναίκες τις οποίες ένας άντρας έχει ταυτόχρονα ως ερωμένες του,
2. πολλές γυναίκες που τυχαίνει να συνοδεύονται μόνο από έναν άντρα.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. harem = γυναικωνίτης < αραβ. harιm = απαγορευμένος, ιερός].

χαρμάνης (ο)
Ο εθισμένος χρήστης ναρκωτικών, ο οποίος δεν έχει κάνει χρήση για πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να υφίσταται το σύνδρομο της στέρησης.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο πρεζάκιας” (1935)
Στ. – μουσ.: Γιοβάν Τσαούς
Ερμηνεία: Α. Καλυβόπουλος

“…χαρμάνης όταν κάθομαι πως σκέφτομαι την πείνα
σαν μαστουρώνω, βρε παιδιά, δική μου είν΄η Αθήνα…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. harman < περσ. Xarman].

χαρχαλάς (ο)
1. Αυτός που κάνει θόρυβο, αρβάλα.
2. Αυτός που ψαχουλεύει κάνοντας θόρυβο.
3. Ο χωρίς χάρη, ο χοντροκομένος στις κινήσεις του, ο αργόστροφος.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Ο πιτσιρίκος” (1933)
Στ., μουσ.: Γ. Δραγάτσης
Ερμην.: Μ. Πολίτισσα

“…γιατί να σπάσεις το λουλά
βρε πιτσιρίκο χαρχαλά…”

[ΕΤΥΜ. <πιθανόν από το “χάλι” < χαλεύω και χαλώ.
ρήμα “χαρχαλεύω” = ανακατεύω, αφρατεύω το χώμα, σκαλίζω].

χάσικος, -η, -ο
1. (ψωμί) καλής ποιότητας, διαλεχτό, το άσπρο ψωμι πολυτελείας
2. Αυτός που είναι καλής ποιότητας.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Είσ’ αφράτη σαν φραντζόλα” (1940)
Στ., μουσ., ερμ.: Βαμβακάρης

“…είσαι αφράτη σαν φραντζόλα
σαν το χάσικο ψωμί…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. has]

χασίς (το)
Διεγερτική ουσία, προστιθέμενη συνήθως στον καπνό του ναργιλέ ή του τσιγάρου, με σκοπό τη μετάβαση σε κατάσταση έντονης ψυχικής διέγερσης, τη λεγόμενη μαστούρα. Παρασκευάζεται από το φυτό Ινδική Κάνναβις και η χρήση του, αρκετά διαδεδομένη σε παλαιότερες εποχές σε ανατολικές χώρες και μυστικιστικούς πολιτισμούς, είναι στο δυτικό κόσμο από πολλές δεκαετίες απαγορευμένη. Παρεμφερείς ονομασίες: χασίσι, μαύρο / μαύρη (σε αντιδιαστολή με την άσπρη (ουσία), την κοκαΐνη).

Ακούγεται σε αρκετά λαϊκά τραγούδια.

[ΕΤΥΜ. <τουρκ. hasis < αραβ. hasis = ξερόχορτο]

Χατζηκυριάκειο (το)
Συνοικία του Πειραιά, στα νοτιοανατολικά της πόλης, στο δυτικό άκρο της Πειραϊκής χερσονήσου.

Από το τραγούδι: “Χατζηκυριάκειο” (1938)
Στ., μουσ. : Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Ερμην. : Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

“Από βραδύς ξεκίνησα
μ’ ένα καλό μου φίλο
για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο…”

[Το όνομα της το οφείλει στο Σμυρναίο κτηματία και έμπορο Ιωάννη Χατζηκυριακό ο οποίος το 1889 ίδρυσε το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο].

χήνα (η)
στην αργκό, το χιλιάρικο.
Μεταφορικά, οποιοδήποτε χάρτινο νόμισμα.

χότζας (ο)
1. Μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος, ο οποίος γνωρίζει, ερμηνεύει και διδάσκει το ιερό βιβλίο, το Κοράνι. (πρβ. ιμάμης).
2. Πρόσωπο της λαϊκής παράδοσης, πρωταγωνιστής διασκεδαστικών ηθικοπλαστικών ιστοριών της Ανατολής.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί “(1947)
Στ.: Μπ. Βασιλειάδης
Μουσ.: Ι. Σταμούλης
Ερμηνεία: Χασκήλ

“…Σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί…”

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. hoca < περσ. khwaja, (αρχική σημ.: δάσκαλος)].

Χούβερ Χέρμπετ (ο)
Πρόεδρος των ΗΠΑ την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929, εποχή που χαρακτηρίστηκε ειδικά στις ΗΠΑ ως η “Μεγάλη Εξαθλίωση” και προκλήθηκε μετά από το χρηματιστηριακό κραχ στις 29 Οκτωβρίου του 1929.

Ακούγεται στο τραγούδι : “Με τις τσέπες αδειανές” (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Θεολογίτης (Κατσαρός)

“… με τα μούτρα κρεμασμένα με τις τσέπες αδειανές
περπατούμε μες στους δρόμους, Χούβερ τι μας έκανες …”

χρυσή (η)
Ο ίκτερος.

βγάζω τη χρυσή
έκφραση που σημαίνει παθαίνω ίκτερο και κιτρινίζω.

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το καφεδάκι” (1950)
Στ., μουσ.: Χιώτης
Ερμηνεία: Χασκίλ, Μπίνης, Χιώτης

“…απ΄τη λαχτάρα μου θα βγάλω τη χρυσή…”

[ΕΤΥΜ. < χρυσή = ίκτερος, λαϊκ.].

χτένι (το)
Τρόπος κλεψίματος στα χαρτιά. Ανακατεύονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει έλεγχος της σειράς με την οποία θα εμφανίζονταν.
Φέρεται να εφευρέθηκε το παιχνίδι αυτό το 1904 και έχει ως εξής: τα 52 χαρτιά, προδιαμορφωμένα, διαμοιράζονται σε δύο ίσα μέρη και κατόπιν περνιούνται με μεγάλη ταχύτητα τα μισά χαρτιά μέσα στα άλλα μισά, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να ανακατεύονται.
Και επειδή νομίζει κανείς ότι βλέπει να συμπλέκονται τα δόντια κτενιού, από αυτό προήλθε η ονομασία «χτένι».

Ακούγεται στο τραγούδι:
“Το παιχνίδι του Αμερικάνου” (1936)
Στ., μουσ. Κ. Σκαρβέλης
Ερμην.: Ρ. Αμπατζή

[i]”…με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ, στην πασσέτα
κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα…”]/i]

χτικιάζω (ρ.)
1. Προσβάλλομαι από χτικιό, από φθίση
2. Μεταφορικά, για δήλωση έντονης στενοχώριας, αγανάκτησης.
3. Ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.
Επίσης κάνω κάποιον να πάθει φθίση, «λειώνω», εξαντλώ κάποιον.

χτικιό (το)
1. Η φυματίωση
2. (μτφ.) μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία

ψιλό γαζί
Αν και η φράση “ψιλό γαζί” (συνοδευομένη με το ρ. “δουλεύω”) έχει, στην εποχή μας, την έννοια της μεταχείρισης κάποιου συστηματικά ως αντικείμενο κοροϊδίας, χωρίς μάλιστα να το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, παλαιότερα είχε και άλλες έννοιες και σήμαινε:
α) τη ρητορική δεινότητα κάποιου με επιμονή και με επιχειρήματα να πείθει υπέρ των θέσεων / απόψεών του. [π.χ., Καπετανάκης: ” Ο έντεχνος τρόπος της μετά λεπτότητος πειστικής προσπάθειας” και Δαγκίτσης: “έξυπνα λόγια παραπειστικά, έξυπνη κομπίνα π.χ., τον δουλεύω ψιλό γαζί, τον πείθω, τον καταφέρνω, τον τυλίγω”]
Και β) το “ψιλό γαζί” ή απλά “γαζί” , στη φράση “στήνω ψιλό γαζί” ή “κόψ’ το γαζί” – όταν πρόκειται για καυγάδες, για γκρίνια και μουρμούρα – χρησιμοποιείται κυριολεκτικά: ο καυγάς / η γκρίνια / η μουρμούρα είναι μια συστηματικά επαναλαμβανόμενη ενέργεια που μοιάζει με τη ρυθμική και μονότονη κίνηση της ραπτομηχανής που ράβει (ψιλό) γαζί.

Μ’ αυτή τη δεύτερη έννοια ακούγεται στα τραγούδια:
1. “Ψιλό γαζί”, (1946)
Στίχ.: Σέμσης, μουσ.:Χιώτης
Ερμην.: Ι. Γεωργακοπούλου

«…με τους καβγάδες στήσαμε κι οι δυο ψιλό γαζί…» 

2. “Σβήσε το φως να κοιμηθούμε” (1952)
Στίχ., μουσ. : Παπαιωάννου
Ερμην.: Ρ. Ντάλια

“…κόφ’ το γαζί, μην το τραβούμε…”

3. “Σταμάτησε τη γκρίνια” Γενίτσαρη (1968)
Στίχ,. μουσ.: Μ. Γενίτσαρης
Ερμην.: Ρ. Κούρτη

“…σταμάτησε τη γκρίνια και το ψιλό γαζί σου…”

Ψυρρή
Ιστορική συνοικία, με πλατεία που έφερε το ίδιο όνομα (σήμερα λέγεται “πλατεία Ηρώων” ), στο κέντρο της Αθήνας.
Πρώτοι της κάτοικοι εσωτερικοί μετανάστες από ορεινές περιοχές, άγονα νησιά και αλύτρωτες πατρίδες, από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα.
Μάζες άνεργες και εξαθλιωμένες οι περισσότεροι από αυτούς, ωθήθηκαν και στην παρανομία για τις ανάγκες της σκληρής επιβίωσης ή «αξιοποιήθηκαν» από εκπροσώπους των δυο κυρίαρχων κομμάτων της εποχής, για προπαγάνδα και εκφοβισμό ψηφοφόρων, στη μεταξύ των κομμάτων πολιτική αντιπαράθεση.
Ανάμεσά στους παλικαράδες του Ψυρρή χαρακτηριστικός τύπος οι κουτσαβάκηδες, με τον ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας και ενδυματολογίας και την προκλητική απέναντι στους εχθρούς τους συμπεριφορά. Επίσης, οι μόρτηδες [: νεκροθάφτες που είχαν μαζέψει τους νεκρούς της επιδημίας χολέρας κατά τα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (1854 – 1857)] και οι τραμπούκοι.
Από το 1892 άρχισε η διαδικασία “εκκαθάρισης” της περιοχής του Ψυρρή από τα “παραβατικά” στοιχεία, από τον τότε αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο μάγκας του Ψυρρή”.
Παραδοσιακό, το ερμήνευσε ο Τ. Νικολάου, το 1931.

“…Μάγκας είμ’ απ’ το Ψυρρή, που με τρέμουνε πολλοί…”

Ωρωπός (ο)
Αν και στη συλλογική μνήμη η περιοχή του Ωρωπού έμεινε περισσότερο ως χώρος φυλακής, έδωσε στέγη και σε άλλα ευαγή ιδρύματα, όπως το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο (1909) και το Εμπειρίκειο Άσυλο Αρρένων (1926).
Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η Επανορθωτική φυλακή Σκάλας Ωρωπού, ενώ από το 1933 εγκαταστάθηκαν εκεί οι πρώτοι πολιτικοί κρατούμενοι.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας εκτοπίστηκαν εκεί 72 νεαροί πολιτικοί κρατούμενοι και 100 ακόμα που μεταφέρθηκαν από τη Λέρο.
Από το 1970 που έπαψε να λειτουργεί ως φυλακή στέγασε το Αναμορφωτήριο ανηλίκων, το 1979 Γυμνάσιο και Ωδείο, ενώ από το 1998 αποτελεί χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων και ιστορικής μνήμης.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Οι φυλακές του Ωρωπού” (1934)
Στ., μουσ., ερμην: Μπάτης.

X